Η συνάντηση του Ζαν Πολ Σαρτρ (1905-1980) με τον φυλακισμένο ηγέτη
της RAF, Αντρέας Μπάαντερ (1943 - 1977), θεωρήθηκε από κάποιους στην
εποχή της ως ένα από τα μεγαλύτερα «στραβοπατήματα» του Γάλλου
φιλόσοφου. Εγινε στις 4 Δεκεμβρίου 1974 στις φυλακές της Στουτγάρδης
όπου ο διανοούμενος και ο πολιτικός τρομοκράτης απέτυχαν, όπως φαίνεται
και από νεότερα στοιχεία που έρχονται τώρα στο φως, να επικοινωνήσουν
πολιτικά και ουσιαστικά.
Ο μεν Σαρτρ προσπάθησε να πείσει τον Μπάαντερ για το αδιέξοδο και
την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών εκτελέσεων, ο δε ηγέτης της
ένοπλης οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (RAF) προσπάθησε να πείσει
τον φιλόσοφο ότι η ένοπλη δράση ήταν απαραίτητη τόσο στη Γαλλία όσο και
σε άλλες χώρες. Απέτυχαν και οι δύο. Ο Σαρτρ μετά τη συνάντηση
κατήγγειλε δημοσίως τα διαβόητα «λευκά κελιά» - θαλάμους βασανιστηρίων
στα οποία κρατούνταν τα μέλη της RAF, όπου έμελε να βρεθούν νεκροί ο
Μπάαντερ, η σύντροφός του, η Γκούντρουντ Ενσλιν, καθώς και ο
συγκρατούμενός τους Γιαν-Καρλ Ράσπε στις 18 Οκτωβρίου 1977, ενδεχομένως
μετά από αυτοκτονία[;]. Ένα αντίγραφο σημειώσεων από την συνάντηση δόθηκε τώρα στη δημοσιότητα. Ακολουθεί πλήρες σχετικό ρεπορτάζ όπως το κατέγραψαν, 39 χρόνια μετά, οι δημοσιογράφοι Φέλιξ Μπορ και Κλάους Βίγκρεφε για λογαριασμό της γερμανικής επιθεώρησης Spiegel.
.............
Ήταν 4 Δεκεμβρίου 1974. Μια μεγάλη ακολουθία από δημοσιογράφους
συγκεντρώθηκε στο αεροδρόμιο της Στουτγάρδης, αναμένοντας την άφιξη ενός
μικρού το δέμας διανοούμενου. Η επίσκεψη του Γάλλου φιλοσόφου Ζαν Πολ
Σαρτρ στον Αντρέας Μπάαντερ, τον κορυφαίο τρομοκράτη της γερμανικής RAF,
της ένοπλης αριστερής ομάδας γνωστής ως Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ,
προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Ένα αυτοκίνητο μάρκας Πεζό έφερε τον 69χρονο Σαρτρ σε μια φυλακή
ύψιστης ασφαλείας στο Στάμχαϊμ, προάστιο της Στουτγάρδης. Ο διανοητής
αρχικά παρουσιάστηκε «κουμπωμένος», αλλά στην συνέντευξη Τύπου μετά την
συνάντηση με τον Μπάαντερ, επέρριψε βαρείς χαρακτηρισμούς προς την
κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας, που τότε βρισκόταν υπό την ηγεσία του
Σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ.Οι κρατούμενοι της RAF φυλάσσονταν στην απομόνωση σε κελιά με ηχομόνωση με συνεχόμενο τεχνητό φωτισμό. Δεν ήταν ακριβώς «βασανιστήρια όπως αυτά των Ναζί», αλλά «ένα άλλο βασανιστήριο, που οδηγεί σε ψυχολογική ταραχή», όπως είπε.
Η κριτική του Σαρτρ ταίριαξε στον Μπάαντερ και τους συντρόφους του οι οποίοι πίστευαν πως ο διακεκριμένος αυτός επισκέπτης από το Παρίσι θα έφερνε μαζί του κι έναν αέρα διεθνιστικής αλληλεγγύης. Ωστόσο, η λαϊκή αντίδραση ήταν καταστροφική όταν διέρρευσε στα Μέσα πως ο φιλόσοφος ουδέποτε είδε με τα μάτια του τα κελιά στην νεόδμητη φυλακή Στάμχαϊμ, η οποία διέθετε τηλεοράσεις και μικρές βιβλιοθήκες.
Σήμερα, ακόμη κάποιοι θεωρούν πως ο Σαρτρ, που τότε ήταν μισότυφλος και άρρωστος, μπέρδεψε το λιτό δωμάτιο επισκεπτών με το κελί του Μπάαντερ. Έτσι, αντί ο Τύπος της εποχής να αναφερθεί στις φημολογούμενα βασανιστήρια των μελών της RAF, έγραψαν για τα «προνόμια» που απολάμβαναν ο Μπάαντερ, η Ούλρικε Μάινχοφ και οι υπόλοιποι εντός των τεσσάρων τοίχων της απομόνωσης τους.
Υπήρχαν όμως κι άλλοι λόγοι που η συνάντηση δεν πήγε όπως ακριβώς περίμενε ο Μπάαντερ. Πολλά χρόνια μετά, έγινε σαφές πως οι δυο άντρες συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Μετά τη συνάντηση, ο Σαρτρ λέγεται πως ξεστόμισε - αν και αυτός δεν έχει αποδειχθεί ποτέ - ότι ο Μπάαντερ ήταν «ένας μαλ...ς». Από την άλλη πλευρά, ο έγκλειστος ηγέτης της RAF έγραψε σε ένα κρυφό μήνυμα σε συντρόφους του «αμφιβάλλω αν Σαρτρ κατάλαβε καν όσα του είπα». Ο φιλόσοφος, που κέρδισε το νόμπελ Λογοτεχνίας το 1964 αλλά το αποποιήθηκε και αρνήθηκε να το παραλάβει, έδωσε την εντύπωση πως «ήταν ηλικιωμένος».
Ωστόσο οι λεπτομέρειες της συνομιλίας ανάμεσα στον υπαρξιστή φιλόσοφο και το «μαύρο πρόβατο» από το Μόναχο έμειναν κρυφές. Μέχρι σήμερα.
Μετά από αίτημα του Spiegel, το Ομοσπονδιακό Γραφείο για τη Προστασία του Συντάγματος, έδωσε στη δημοσιότητα ένα έγγραφο με ημερομηνία 2 Ιανουαρίου 1975, το οποίο βρισκόταν στα αρχεία της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Το δεκασέλιδο έγγραφο είναι ιστορικής σημασίας επειδή περιγράφει την συνομιλία μεταξύ Σαρτρ και Μπάαντερ. Σύμφωνα με Γερμανούς αξιωματούχους, περιέχει σχεδόν όλα όσα είπε ο Σαρτρ, καθώς και τα «πιο σημαντικά σημεία» των λεγομένων του Μπάαντερ.
Από το έγγραφο προκύπτει ότι ο Σαρτρ κατ' ιδίαν υπήρξε πολύ επικριτικός απέναντι στη RAF σε σχέση με τις δημόσιες δηλώσεις του, λίγο αργότερα, κατά τη συνέντευξη Τύπου. Προσπάθησε επανειλημμένα να πείσει τον Μπάαντερ να εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα.
Σαρτρ: Μιλώντας για τις μάζες, η RAF έχει αναλάβει δράση με την οποία οι άνθρωποι δεν συμφωνούν.
Μπάαντερ: Είναι ξεκάθαρο πως το 20% του πληθυσμού [ της Δυτικής Γερμανίας ] συμφωνεί με τις ενέργειες μας.
Σαρτρ: Το ξέρω. Τα στατιστικά προετοιμάστηκαν στο Αμβούργο.
Μπάαντερ: Η κατάσταση στη Γερμανία οδηγεί στη δράση μικρών ομάδων, τόσο νόμιμων όσο και παράνομων.
Σαρτρ: Οι πράξεις αυτές μπορεί να δικαιολογούνταν στη Βραζιλία, αλλά όχι στη Γερμανία.
Μπάαντερ: Γιατί;
Σαρτρ: Στη Βραζιλία χρειάστηκαν ανεξάρτητες δράσεις προκειμένου να αλλάξει η κατάσταση. Ήταν απαραίτητη η προπαρασκευαστική εργασία.
Μπάαντερ: Και γιατί είναι διαφορετικά με εδώ;
Σαρτρ: Διότι εδώ δεν υπάρχει ο ίδιος τύπος προλεταριάτου σε σχέση με τη Βραζιλία.
Την συνάντηση τη ζήτησε η RAF, μετά από μία δήλωση του Σαρτρ πως η ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ αποτελούσε μια «ενδιαφέρουσα δύναμη» στη Δυτική Γερμανία με «αίσθηση για την επανάσταση». Η Ούλρικε Μάινχοφ πρότεινε ο Σαρτρ να πάρει συνέντευξη από τον Αντρέας Μπάαντερ τονίζοντας πως «έτσι θα ήταν πιο δύσκολο για τους μπάτσους να σκοτώσουν τον Αντρέας».
Το μέλος της RAF βρισκόταν την περίοδο εκείνη στο μέσον μιας απεργίας πείνας με αίτημα να βελτιωθούν οι συνθήκες εγκλεισμού τους, σε μια απόπειρα να προσελκύσει τη προσοχή της κοινής γνώμης. Τότε ήταν που μπήκε στην εικόνα και ο διάσημος Γάλλος.
Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Βόλφγκανγκ Κράουσαρ, ο Σαρτρ, πρώην αιχμάλωτος πολέμου του γερμανικού στρατού έβλεπε τη Δυτική Γερμανία ως «έναν διάδοχο της ναζιστικής Γερμανίας» και θεωρούσε την RAF ως μια μορφή «αντίστασης».
Ωστόσο, δυο ημέρες πριν την επίσκεψη στη φυλακή Στάμχαϊμ, το Spiegel δημοσίευσε μια συνέντευξη του Σαρτρ στη διαπρεπή Γερμανίδα φεμινίστρια Αλις Σβάρτσερ. Κάποιες εβδομάδες νωρίτερα, αριστεροί εξτρεμιστές είχαν δολοφονήσει τον Γκίντερ φον Ντρένκμαν, πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Βερολίνου και ο Σαρτρ μίλησε μιλήσει για «έγκλημα». Για τον Μπάαντερ αυτή η δήλωση ισοδυναμούσε με ιεροσυλία.
Υποδέχθηκε τον φιλόσοφο με ψυχρότητα στο δωμάτιο επισκεπτών των φυλακών. Εκτός των δύο ανδρών παρόντες ήταν ένας διερμηνέας, ένας φρουρός και ένας πράκτορας της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας. Όταν ο Σαρτρ ξεκίνησε τη κουβέντα λέγοντας πως ήρθε ως «υποστηρικτής» κι ήθελε να συζητήσει τις αξίες που πρέσβευε ο Μπάαντερ, ο κρατούμενος απάντησε πως «κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο». Του είπε πως περίμενε πως «θα υποδεχόταν έναν φίλο», αλλά αφού διάβασε τη συνέντευξη του στο Spiegel, περίμενε πλέον την άφιξη «ενός δικαστή».
Ο τόνος της συνάντησης δεν έγινε πιο φιλικός στην πορεία. Πολλές φορές ο Μπάαντερ ρώτησε απότομα τον επισκέπτη του «καμία άλλη ερώτηση;» και ο Γάλλος διανοούμενος έδειξε να μην ενδιαφέρεται πολύ για το άτομο του.
Μετά από δυο εμφράγματα, ο Σαρτρ δεν βρισκόταν στο απόγειο της δημιουργικής του δύναμης. Αλλά κι ο ίδιος ο ηγέτης της RAF υπέφερε από τις επιπτώσεις της απεργίας πείνας με τον Σαρτρ να παρατηρεί πως «του φάνηκε πολύ αδύναμος».
Οι ιδεολογικές ερωτήσεις ανέκαθεν δεν συγκινούσαν τον Μπάαντερ, για τον οποίο κάποτε ο συγγραφέας Χανς Μάγκνους Εντσενμπέργκερ έγραψε ότι «θυμίζει νταβατζή».
Ωστόσο, ο ηγέτης της RAF είχε συγγράψει τρεις σελίδες κειμένου, το οποίο διάβασε στον Σαρτρ. Στην απόρρητη έκθεσή του, ο παρών στη συνομιλία αξιωματούχος της γερμανικής Εγκληματολογικής Υπηρεσίας έγραψε: «Μετά από κάθε ερώτηση του Σαρτρ, ο Μπάαντερ του διάβαζε το ίδιο ακριβώς κομμάτι ξανά και ξανά. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει κάποιες προτάσεις, είχε δυσκολία να το κάνει και περνούσε, χωρίς ειρμό, στην επόμενη πρόταση».
Μπάαντερ : Η αντικειμενική διαδικασία βρίσκεται σε σύγκρουση… η γερμανική Αριστερά είναι περικυκλωμένη και απομονωμένη. Θα καταστραφεί. Βιώνουμε μια καταπάτηση των δικαιωμάτων μας. Αποτελούν την εφαρμογή των νόμων επείγουσας ανάγκης, συνδυαζόμενων με την απαγόρευση εργασίας στους σοσιαλιστές. Ενα κράτος έκτακτης ανάγκης προετοιμάζεται στη Γερμανία. Η αντεπίθεση στη Γερμανία είναι αόρατη. Τα εργαλεία της καπιταλιστικής εξουσίας εφαρμόζονται με φυσικότητα. Και οι τακτικές του ταξικού εχθρού…
Σαρτρ: Δεν το κατάλαβα αυτό, «οι τακτικές του ταξικού εχθρού»;
Μπάαντερ: Υπάρχουν δύο γραμμές, η κλίκα του
κεφαλαίου εντός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η κλίκα του
ασθενούς ρεφορμισμού. Δεν εξισώνουμε την διοίκηση της κοινωνίας με την
πολιτικά κατευθυνόμενη βία. Εμείς βλέπουμε τις πιθανότητες μιας ανοικτά
έρπουσας δικτατορίας. Είναι ειδική η κατάσταση στη Γερμανία. Και το
αμερικανικό κεφάλαιο ενισχύει αυτή την πολιτική.
Είναι δύσκολο να πιστέψουμε» γράφει σήμερα το Spiegel, «ότι
ο Σαρτρ μπορούσε να αποσπάσει κάποιο ίχνος λογικής από όσα έλεγε ο
Μπάαντερ για την «αντεπαναστατική επανάσταση», τις «διοικητικές μέριμνες
του καπιταλισμού» ή τη στρατηγική που πρέπει να υιοθετηθεί («πόλη,
πόλη, πόλη, χωριό»)».Αντιθέτως, κατά το περιοδικό, «τα λόγια του Σαρτρ ήταν ξεκάθαρα: οι πολιτικές ενέργειες της RAF στη Δυτική Γερμανία δεν είχαν «κανέναν αντίκτυπο». Οι πράξεις αυτές ήταν «ορθές» σε χουντοκρατούμενες χώρες όπως τότε η Γουατεμάλα, αλλά όχι στη Γερμανία».
Όταν ο Μπάαντερ πρότεινε την δημιουργία «ένοπλων ομάδων» στη Γαλλία, ο Σαρτρ διαφώνησε λέγοντας «Δεν πιστεύω πως η τρομοκρατία θα ήταν καλή για τη Γαλλία».
Ο παρών στη συνομιλία υπάλληλος της Εγκληματολογικής υπηρεσίες έγραψε: «Τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά από τη συνομιλία, ο Μπάαντερ εμφανίστηκε αποκαρδιωμένος και απογοητευμένος που ο Σαρτρ δεν είχε εγκρίνει τη δράση της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ».
Η συνάντηση έλαβε τέλος μετά από περίπου 60 λεπτά.