Ενας πληροφοριοδότης από
το πουθενά «σώζει» σχεδόν πάντα την ΕΛ.ΑΣ. Στις μεγάλες υποθέσεις
τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος - από την αιματηρή ληστεία στην
Πάρο ως τις πρόσφατες συλλήψεις των υπόπτων για την αποστολή
δεμάτων-βομβών - οι διωκτικές αρχές εμφανίζουν πολλάκις έναν μυστηριώδη
πληροφοριοδότη. Στις δικογραφίες εμφανίζονται αιφνιδιαστικά αυτόκλητοι
«Πουαρό» και αποκαλύπτουν στους, υποτίθεται, αδρανείς και ανήμπορους
αστυνομικούς τη «λύση του εγκλήματος». Ετσι, σαν να μη λαθεύει ποτέ ο
πληροφοριοδότης, ακολουθεί η εξάρθρωση ενόπλων ομάδων και η σύλληψη
δραστών.
Ασφαλώς δεν απέκτησαν οι πολίτες ξαφνικά αστυνομικό δαιμόνιο... Οι αστυνομικοί χρησιμοποιούν τη μέθοδο του ανώνυμου τηλεφωνήματος για να εξηγήσουν τον λόγο για τον οποίο αρχίζουν την παρακολούθηση ενός υπόπτου, κάτι που φαίνεται απολύτως παράτυπο και παράνομο. Με τη νέα, ιδιότυπη τακτική δεν θέλουν να αποκαλύψουν στους «στόχους» των ερευνών τους τις μεθόδους, τους τρόπους δράσης τους, τις πηγές πληροφοριών τους και τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούν.
Πρόκειται για μια τακτική που ετεροχρονίζει εσκεμμένα την αλληλουχία των ενεργειών της Αστυνομίας ώστε κανείς πέραν των αστυνομικών να μη γνωρίζει πώς υποβοηθήθηκε η αστυνομική έρευνα. Ωστόσο νομικοί κύκλοι σημειώνουν ότι «πίσω από αυτό το εύρημα υποκρύπτονται πολλές φορές σφάλματα, αυθαίρετες ενέργειες ή ακόμη και παράνομες παρακολουθήσεις της Αστυνομίας...».
Μέθοδος που διχάζει
Αυτή η μέθοδος ήδη διχάζει αστυνομικούς και νομικούς. Οπως αναφέρουν στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., «με αυτό το κόλπο πολλές φορές κρύβουμε τους πραγματικούς πληροφοριοδότες μας, που αλλιώς θα κινδύνευαν. Ακόμη εφαρμόζουμε ειδικές μεθόδους με παρακολουθήσεις προσώπων ή τηλεφώνων που δεν θέλουμε να εντάξουμε στη δικογραφία και να τα πληροφορηθούν έτσι οι ένοπλοι. Θα αποφύγουν κάποιες κινήσεις ή επικοινωνίες από τις οποίες εμείς αντλούμε σημαντικά στοιχεία. Ετσι ώστε να διορθώνουν τα λάθη τους. Είναι ένα παιχνίδι τακτικής ώστε να κρύβουμε εμείς τα όπλα μας. Λέμε λοιπόν ότι κάποιος μας τηλεφώνησε ξαφνικά σε κάποια υπηρεσία και μας είπε τον δράστη κι εμείς απλώς το επιβεβαιώσαμε. Κι όταν μας ρωτούν σε δίκες ποιος ήταν, αν έχουμε στην ΕΛ.ΑΣ. αναγνώριση κλήσεων ή αν ζητήσαμε άρση απορρήτου για να βρούμε την προέλευση του τηλεφώνου, εμείς απαντάμε ότι είτε δεν έχουμε αναγνώριση ή ότι ο "άγνωστος" τηλεφώνησε στην ειδική γραμμή για τους πολίτες όπου διασφαλίζεται το απόρρητο της επικοινωνίας τους. Κι έτσι είμαστε απόλυτα καλυμμένοι...».
Ωστόσο από την άλλη πλευρά νομικοί σημειώνουν ότι «μπορεί αυτή η τακτική να δείχνει αρχικά ότι έχει αγνές προθέσεις, όμως μπορεί να κρύβει σειρά παρανομιών. Ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι οι αστυνομικοί μπορεί να χρησιμοποιούν παράτυπα μέτρα φυσικής ή τεχνικής παρακολούθησης και για τα οποία ίσως να μη έχει δοθεί εισαγγελική άδεια. Ωστόσο μπορεί να κρύβονται λάθη ή περίεργες τακτικές της ΕΛ.ΑΣ. Στην περίπτωση, φέρ' ειπείν, του αντιεξουσιαστή για τη ληστεία στην Πάρο η ταυτοποίησή του είναι προφανές ότι έγινε όχι από το ξαφνικό τηλέφωνο του άγνωστου πολίτη αλλά από τον εντοπισμό δείγματος DNA στο καπέλο ενός εκ των δραστών που ήταν ίδιο με του συλληφθέντος. Ετσι όμως η Αστυνομία ήθελε να καλύψει ένα μεγάλο κενό. Οτι είχε πάρει άτυπα δείγμα DNA του αντιεξουσιαστή όταν τον είχε καταγράψει σε σειρά συναντήσεών του με υπόπτους για συμμετοχή στους "Πυρήνες". Τότε μάλιστα δεν τον είχε συλλάβει και φέρεται να προσπάθησε να τον χρησιμοποιήσει σαν δόλωμα.
Ωστόσο ο ίδιος ανενόχλητος - σύμφωνα πάντα με την ΕΛ.ΑΣ. - μπόρεσε να προχωρήσει στη ληστεία στην Πάρο στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο οδηγός ταξί. Και αυτή την αστυνομική αμέλεια κάλυψε το ανύπαρκτο τηλεφώνημα του "πληροφοριοδότη" που φέρεται να τον υπέδειξε ως δράστη και την παρουσία του οποίου υποτίθεται ότι δεν ήξερε ως τότε η ΕΛ.ΑΣ.».
Ασφαλώς δεν απέκτησαν οι πολίτες ξαφνικά αστυνομικό δαιμόνιο... Οι αστυνομικοί χρησιμοποιούν τη μέθοδο του ανώνυμου τηλεφωνήματος για να εξηγήσουν τον λόγο για τον οποίο αρχίζουν την παρακολούθηση ενός υπόπτου, κάτι που φαίνεται απολύτως παράτυπο και παράνομο. Με τη νέα, ιδιότυπη τακτική δεν θέλουν να αποκαλύψουν στους «στόχους» των ερευνών τους τις μεθόδους, τους τρόπους δράσης τους, τις πηγές πληροφοριών τους και τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούν.
Πρόκειται για μια τακτική που ετεροχρονίζει εσκεμμένα την αλληλουχία των ενεργειών της Αστυνομίας ώστε κανείς πέραν των αστυνομικών να μη γνωρίζει πώς υποβοηθήθηκε η αστυνομική έρευνα. Ωστόσο νομικοί κύκλοι σημειώνουν ότι «πίσω από αυτό το εύρημα υποκρύπτονται πολλές φορές σφάλματα, αυθαίρετες ενέργειες ή ακόμη και παράνομες παρακολουθήσεις της Αστυνομίας...».
Μέθοδος που διχάζει
Σύμφωνα λοιπόν με δικαστικά έγγραφα, η ολοένα πιο συχνή αυτή
τακτική με το... τηλέφωνο της αλήθειας από άγνωστους πολίτες εφαρμόστηκε
σε έρευνες της Ασφάλειας Αττικής, όπως για τους δράστες της δολοφονίας
δύο αστυνομικών στην περιοχή του Ρέντη την άνοιξη του 2011, αλλά και
σχεδόν σε όλες τις έρευνες της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας για τη δράση
της «Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς». Ετσι λοιπόν στον εντοπισμό του
καταλύματος μελών της οργάνωσης στη Ν. Ιωνία του Βόλου (τον Μάιο του
2011), στη «σύνδεση» του νεαρού αντιεξουσιαστή με την αιματηρή ληστεία
στην Πάρο (Αύγουστος 2012), αλλά και στην πρόσφατη αποστολή του
δέματος-βόμβα από την οργάνωση FAI στον πρώην διοικητή της
Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας κ. Δημήτρη Χωριανόπουλο,
έναυσμα των ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. ήταν κάποιο τηλεφώνημα που υποτίθεται ότι
έγινε ξαφνικά σε αστυνομικό βάρδιας από άγνωστο πολίτη ο οποίος
«υποδεικνύει» τους δράστες, τα κρησφύγετά τους ή τα τηλέφωνα που
χρησιμοποιούν. Ετσι βρίσκεται τάχα η άκρη του - ήδη πολύ μπερδεμένου
- νήματος.
Αυτή η μέθοδος ήδη διχάζει αστυνομικούς και νομικούς. Οπως αναφέρουν στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., «με αυτό το κόλπο πολλές φορές κρύβουμε τους πραγματικούς πληροφοριοδότες μας, που αλλιώς θα κινδύνευαν. Ακόμη εφαρμόζουμε ειδικές μεθόδους με παρακολουθήσεις προσώπων ή τηλεφώνων που δεν θέλουμε να εντάξουμε στη δικογραφία και να τα πληροφορηθούν έτσι οι ένοπλοι. Θα αποφύγουν κάποιες κινήσεις ή επικοινωνίες από τις οποίες εμείς αντλούμε σημαντικά στοιχεία. Ετσι ώστε να διορθώνουν τα λάθη τους. Είναι ένα παιχνίδι τακτικής ώστε να κρύβουμε εμείς τα όπλα μας. Λέμε λοιπόν ότι κάποιος μας τηλεφώνησε ξαφνικά σε κάποια υπηρεσία και μας είπε τον δράστη κι εμείς απλώς το επιβεβαιώσαμε. Κι όταν μας ρωτούν σε δίκες ποιος ήταν, αν έχουμε στην ΕΛ.ΑΣ. αναγνώριση κλήσεων ή αν ζητήσαμε άρση απορρήτου για να βρούμε την προέλευση του τηλεφώνου, εμείς απαντάμε ότι είτε δεν έχουμε αναγνώριση ή ότι ο "άγνωστος" τηλεφώνησε στην ειδική γραμμή για τους πολίτες όπου διασφαλίζεται το απόρρητο της επικοινωνίας τους. Κι έτσι είμαστε απόλυτα καλυμμένοι...».
Ωστόσο από την άλλη πλευρά νομικοί σημειώνουν ότι «μπορεί αυτή η τακτική να δείχνει αρχικά ότι έχει αγνές προθέσεις, όμως μπορεί να κρύβει σειρά παρανομιών. Ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι οι αστυνομικοί μπορεί να χρησιμοποιούν παράτυπα μέτρα φυσικής ή τεχνικής παρακολούθησης και για τα οποία ίσως να μη έχει δοθεί εισαγγελική άδεια. Ωστόσο μπορεί να κρύβονται λάθη ή περίεργες τακτικές της ΕΛ.ΑΣ. Στην περίπτωση, φέρ' ειπείν, του αντιεξουσιαστή για τη ληστεία στην Πάρο η ταυτοποίησή του είναι προφανές ότι έγινε όχι από το ξαφνικό τηλέφωνο του άγνωστου πολίτη αλλά από τον εντοπισμό δείγματος DNA στο καπέλο ενός εκ των δραστών που ήταν ίδιο με του συλληφθέντος. Ετσι όμως η Αστυνομία ήθελε να καλύψει ένα μεγάλο κενό. Οτι είχε πάρει άτυπα δείγμα DNA του αντιεξουσιαστή όταν τον είχε καταγράψει σε σειρά συναντήσεών του με υπόπτους για συμμετοχή στους "Πυρήνες". Τότε μάλιστα δεν τον είχε συλλάβει και φέρεται να προσπάθησε να τον χρησιμοποιήσει σαν δόλωμα.
Ωστόσο ο ίδιος ανενόχλητος - σύμφωνα πάντα με την ΕΛ.ΑΣ. - μπόρεσε να προχωρήσει στη ληστεία στην Πάρο στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο οδηγός ταξί. Και αυτή την αστυνομική αμέλεια κάλυψε το ανύπαρκτο τηλεφώνημα του "πληροφοριοδότη" που φέρεται να τον υπέδειξε ως δράστη και την παρουσία του οποίου υποτίθεται ότι δεν ήξερε ως τότε η ΕΛ.ΑΣ.».