21/11/14

Η ... πεθερά ανέβαλε την απαγωγή

 

Ο ένας απαγωγέας έψαχνε «ζεστό χρήμα» για τον ΟΑΕΕ, ο άλλος σκεφτόταν την... προίκα της φοιτήτριας
Οι δύο δράστες έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων οδηγούνται από τους αστυνομικούς στη φυλακή μετά την προσαγωγή τους στον εισαγγελέα
 
"Έχεις σκεφθεί μήπως παίρνουμε λεφτά από την προίκα του κοριτσιού;» Αυτό το ερώτημα φέρεται -σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα- να υπέβαλε ο ένας απαγωγέας στον άλλον σχετικά με την απαίτηση λύτρων ύψους δεκάδων χιλιάδων ευρώ για την απελευθέρωση της 27χρονης φοιτήτριας που έπεσε θύμα αρπαγής στις 31 Οκτωβρίου και αφέθηκε ελεύθερη ύστερα από δέκα ημέρες ομηρίας. Ο πατέρας της νεαρής απαχθείσας, που τελικώς κατέβαλε 82.500 ευρώ, στους δράστες ήταν γαμπρός συνιδιοκτήτη ΠΑΕ της επαρχίας.

Στον δικαστικό φάκελο της υπόθεσης που αποκαλύπτει σήμερα  υπάρχουν αναφορές στην πολυήμερη προετοιμασία της απαγωγής με παρακολουθήσεις της κοπέλας σε μπιραρία στο Χαλάνδρι αλλά και σε εμπλοκή του 25χρονου Αλβανού που εργαζόταν παλιότερα στη μάντρα αυτοκινήτων ενός από τους δράστες και ο οποίος φαίνεται να κλήθηκε από τη γειτονική χώρα ειδικά για αυτήν την αρπαγή.

Περιγράφεται ότι οι απαγωγείς είχαν εξετάσει να απαγάγουν και άλλα μέλη της οικογένειας του συνιδιοκτήτη της ΠΑΕ αλλά βρήκαν εμπόδιο τα μέτρα ασφαλείας που είχαν.

Υπήρχε και σχέδιο απαγωγής την καλοκαιρινή περίοδο, όμως τους εμπόδισε το ότι στο εξοχικό στη Λούτσα που είχε ορισθεί ως χώρος κράτησης της ομήρου θα πήγαινε συχνά για αναψυχή η ανυποψίαστη πεθερά του δράστη.

Ακόμη στη δικογραφία της υπόθεσης περιέχεται αναλυτική κατάθεση της φοιτήτριας για τον τρόπο απαγωγής και κράτησής της στη Λούτσα και για την «κρίση πανικού» που έπαθε. Ανάμεσα στα άλλα περιγράφει και συζήτηση που είχε επιχειρήσει να πιάσει μαζί της ένας από τους δράστες σχετικά με… παλιότερη ερωτική περιπέτειά του στη Μύκονο, με ταξίδια του στη Φλωρεντία, στη Βαρκελώνη αλλά και στα Τρίκαλα Κορινθίας.

Εντυπωσιάζει ακόμη το γεγονός ότι στο πλαίσιο των ερωτήσεων που της υπέβαλαν οι αστυνομικοί ήταν να τους περιγράψει ευκρινώς ποιους ραδιοφωνικούς σταθμούς άκουγε στον χώρο κράτησής της.

Η απολογία του 48χρονου δράστη

Ως δράστες της απαγωγής συνελήφθησαν δύο άτομα, 48 και 53 ετών, εκ των οποίων ο πρώτος φέρεται να στόχευσε την 27χρονη μέσω μίας μεταφορικής εταιρείας όπου εργαζόταν περιστασιακά και στην οποία έδινε το «παρών» ο πατέρας της.

Όπως αναφέρει ο 48χρονος στην απολογία του, εργαζόταν ως οδηγός ταξί, διατηρεί ακόμη και σήμερα σιδηρουργείο στη λεωφόρο Τατοΐου αλλά αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Συμπλήρωσε ότι χρωστούσε 30.000 ευρώ από μη καταβληθείσες εισφορές στον ΟΑΕΕ.

Έτσι όπως χαρακτηριστικά μνημονεύει, «έψαχνα ζεστό χρήμα που μπορούσα να αποκτήσω μέσα από την παρανομία. Αυτό το ζεστό χρήμα δεν μπορούσα να το αποκτήσω από ληστείες γιατί δεν έβρισκα όπλο. Έτσι αποφάσισα να κάνω απαγωγή»!

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο δράστης είχε προσληφθεί στην εταιρεία μεταφορών επειδή είχε συγγενική σχέση με τη σύζυγο του ιδιοκτήτη της μεταφορικής, ο οποίος εκτός της γνωριμίας του με τον πατέρα της νεαρής είχε και άλλους δεσμούς με την επαρχιακή ΠΑΕ, αφού εκεί αγωνιζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ένας στενός συγγενής του.

Επιπλέον στη δικογραφία της υπόθεσης μνημονεύεται ότι τα περασμένα Χριστούγεννα υπάλληλοι της εν λόγω μεταφορικής εταιρείας (συνολικά απασχολούσε τρία άτομα) είχαν πάει ξύλα για το τζάκι στην κατοικία του πατέρα της 27χρονης, χωρίς ωστόσο να προκύπτει αν ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο μετέπειτα απαγωγέας.

Η επίμονη παρακολούθηση

Ο 48χρονος περιγράφει πώς άρχισε την περασμένη άνοιξη -μετά τις στιχομυθίες που άκουσε στο γραφείο- την επίμονη παρακολούθηση της φοιτήτριας στην κατοικία της στην Κυψέλη και στον χώρο όπου εργαζόταν τότε στο Χαλάνδρι, λέγοντας ότι «σε κάποιες από αυτές τις παρακολουθήσεις την είχα πάντως χάσει».

Την ίδια ώρα συνέχιζε να παρακολουθεί τις αναρτήσεις της αλλά και άλλων συγγενών της στο facebook. Το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε στην απαγωγή ήταν κλεμμένο και για την απόκτησή του φέρεται να είχε απευθυνθεί σε άγνωστη μέχρι σήμερα συμμορία Αλβανών.

Στη συνέχεια περιγράφει την αρπαγή της και την ομηρία της λέγοντας ότι «κάποια στιγμή έφαγα… φλασιά με όσα μου έλεγε ο πατέρας της και αποφάσισα να την παραδώσω»!

Στην κατοχή του οι αστυνομικοί ανακάλυψαν τα 80.000 ευρώ. Ο συλληφθείς υποστήριξε ότι με τα υπόλοιπα χρήματα αγόρασε μία τηλεόραση «για σύνδεση με τον υπολογιστή μέσω Skype για να επικοινωνεί με συγγενή του στη Γερμανία» ενώ πλήρωσε και ορισμένα χρέη του. Ακόμη σε δεύτερο χρόνο στην τσέπη του παντελονιού του οι αστυνομικοί ανακάλυψαν, κατόπιν υπόδειξης του, άλλα 700 ευρω από τα λύτρα.

Ο αντιδήμαρχος

Ο 53χρονος δράστης διατηρούσε μάντρα αυτοκινήτων στο Μενίδι όπου είχε γνωρίσει προ δεκαετίας τον 48χρονο. Στο κατάστημα αυτό εργαζόταν επί χρόνια ο καταζητούμενος 40χρονος αλβανός συνεργός του. Παρ' ότι πιέσθηκε από αστυνομικούς και τους δικαστικούς λειτουργούς, αρνήθηκε να προσδιορίσει την ταυτότητά του, λέγοντας ότι «έχασα το κινητό του, δεν θυμάμαι πού έμενε» και άλλους παρόμοιους ισχυρισμούς. Όμως οι αστυνομικοί με βάση τις περιγραφές και με το δεδομένο ότι ο Αλβανός έχει συγγενείς που διαμένουν ακόμη και σήμερα στην περιοχή των Αχαρνών θεωρούν «ζήτημα χρόνου τον εντοπισμό της ταυτότητάς του».

Ο 53χρονος, που είχε διατελέσει και αντιδήμαρχος σε θέματα περιβάλλοντος στο Μενίδι, υποστήριξε ότι πίεσε τον συνεργό του να απελευθερώσουν την κοπέλα και ότι «αφού δεν έδινε σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο τα λεφτά ο ιδιοκτήτης της ΠΑΕ να μην επιμείνουν στην απαιτήσεις τους επειδή μπορεί να χάνονταν λεφτά από την προίκα του κοριτσιού».

«Αν μπορούσα θα τα έπαιρνα πίσω και θα ζητούσα συγνώμη από όλους» συμπλήρωσε στην απολογία του.

Μάλιστα για την υπεράσπισή του παρουσίασε αναφορά ιερέα στο Μενίδι ότι ήταν από τους πιο θρησκευόμενους πολίτες της περιοχής και ότι ακολουθούσε πολυήμερες νηστείες.

Οι 22 σελίδες κατάθεση της φοιτήτριες

Στη δικογραφία περιέχονται αλλεπάλληλες καταθέσεις του πατέρα της 27χρονης που αναλύει τις συζητήσεις του με τους απαγωγείς και την επιμονή τους «να δώσει τα λεφτά ο συγγενής ποδοσφαιρικός παράγοντας της κοπέλας».

Ιδιαίτερα σημαντικά έγγραφα του δικαστικού φακέλου είναι οι τέσσερις συνολικά καταθέσεις της απαχθείσας, έκτασης 22 σελίδων που αναλύει την αρπαγή και την πολυήμερη ομηρία της.

Αναφέρει για τη στιγμή της απαγωγής: «Ο ένας με έπιασε από την πλάτη. Μου έκλεισε το στόμα μου και μου γύρισε το κεφάλι μου για να με πιάσει. Όπως πάλευα για να ξεφύγω φώναξα "βοήθεια", έπεσα κάτω και τότε ο άλλος με έπιασε από τα πόδια. Ένιωσα να με σηκώνουν στο αέρα και με έβαλαν σε αυτοκίνητο τζιπ, χρώματος σκούρου όπου έπεσα κάτω και καθόμουν σε εμβρυακή στάση, ενώ ένας από τους δράστες με πίεζε στο χέρι».

Από την επίθεση αυτή η 27χρονη είχε εκδορές στην πλάτη και μάλιστα παρουσίασε αιμορραγία στη διάρκεια της κράτησής της.

Οι δράστες φέρεται να πέταξαν αμέσως σε κάδο απορριμμάτων το κινητό τηλέφωνο της κοπέλας και άλλα αντικείμενά της κρατώντας μόνο μια μεταλλική ταυτότητα και ένα γράμμα φίλου της.

Η φοιτήτρια αναφέρει ότι στη διάρκεια της διαδρομής προς το κρησφύγετο, το αυτοκίνητο έκανε δύο στάσεις, όπου προσπάθησε να δει πού βρισκόταν και είδε μόνο δύο πινακίδες που έγραφαν «ΟΠΑΠ» και «Κατασκευές».

Όσον αφορά την κράτησή της η νεαρή ανέφερε ότι αρχικά οι απαγωγείς της είχαν βάλει στο κεφάλι μαύρη σακούλα και μετά «μάσκα ύπνου». Όμως σε κάποια στιγμή την είχαν αφήσει χωρίς κάλυμμα στα μάτια. Κάτι που της επέτρεψε να δώσει στην ΕΛ.ΑΣ. ακριβή περιγραφή του διοπτροφόρου δράστη με τα μαύρα μαλλιά που αντιστοιχεί στον 48χρονο απαγωγέα της. Και αυτό πολλές ημέρες πριν από τη σύλληψη του.

Επιπλέον περιγράφει μία «κρίση πανικού» που έπαθε και την προσπάθεια για να ηρεμήσει που κατέβαλε ο αλβανός δεσμώτης της.

Σκαλάκια, κοντοσούβλι, σαμπουάν και τρία βιβλία

Στην κατάθεσή της οι αστυνομικοί ζητούσαν πληροφορίες για τη διαρρύθμιση του σπιτιού όπου έμενε, με συνεχείς ερωτήσεις για τα «οκτώ σκαλάκια που ανέβηκε». Ερωτήσεις αφορούσαν από τις σακούλες σουπερμάρκετ που έβλεπε, για ένα κοντοσούβλι που της σερβιρίστηκε, για τη μάρκα του σαμπουάν και της οδοντόκρεμας που χρησιμοποιούσε αλλά και για την προετοιμασία που έκαναν οι απαγωγείς για να δουν αγώνα του Ολυμπιακού με τη Γιουβέντους για το Τσάμπιονς Λιγκ.

Εντυπωσιάζει ακόμη ότι οι απαγωγείς έδωσαν στην 27χρονη όμηρο -όπως περιγράφεται στην απολογία της- να διαβάσει τρία βιβλία. Πρόκειται για τα: «Για το όνειρο πότε να μιλήσω» της Ελένης Πριοβόλου (αφορά την έρευνα για τον θάνατο ενός φοιτητή το 1944), «Σαν τα φύλλα του καπνού» της Λίας Ζώτου και του Θοδωρή Καραγεωργίου (αφορά τη ζωή ενός εργαζομένου το 1928 στις καπναποθήκες και στα καπνοχώραφα της Καβάλας) καθώς και το… μυστηριακό «Ιnferno» του Νταν Μπράουν που εξελίσσεται στη Φλωρεντία με την αποκρυπτογράφηση αρχαίων κωδίκων, όπως και στο βιβλίο «Κώδικας Ντα Βίντσι» ή στο «Ιλουμινάτι».

Όπως ακόμη περιγράφεται, η 27χρονη είχε δραματική τηλεφωνική επικοινωνία με τους οικείους της λίγες ώρες πριν από την απελευθέρωσή της, ενώ στα χέρια της τελικά έμεινε ένα γράμμα που είχε γράψει για τον αγαπημένο της, κατόπιν υπόδειξης των απαγωγέων.

Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι πάντως η τελευταία κατάθεση της απαχθείσας που έγινε λίγο μετά την επίσκεψή της, συνοδεία αστυνομικών, στο κρησφύγετο της Λούτσας όπου αναγνώρισε τους διάφορους χώρους στους οποίους κρατείτο όμηρη για δέκα ημέρες.

Όπως ανέφερε ο δικηγόρος κ. Ευστάθιος Κουκούτσης που εκπροσωπεί νομικά τον 48χρονο,«η υπόθεση αυτή θα εξετασθεί αναλυτικά στην ανάκριση αλλά και στην ακροαματική διαδικασία, οπότε θα συνεκτιμηθεί η πράξη αλλά και η καλή συμπεριφορά του πελάτη μου προς την 27χρονη».

Από την πλευρά του ο δικηγόρος κ. Ιωάννης Λάγγας που εκπροσωπεί τον 53χρονο κατηγορούμενο σημειώνει: «Ο πελάτης μου ανέφερε ότι παρασύρθηκε να συμμετάσχει, ύστερα από προτροπές του συγκατηγορούμενού του και υπό το βάρος σοβαρότατων οικονομικών και οικογενειακών προβλημάτων και ιδίως από το γεγονός ότι πρόσωπα του συγγενικού του περιβάλλοντος είχαν μπει εγγυητές σε επιχειρηματικά του δάνεια, τα οποία αδυνατούσε πλέον να εξυπηρετήσει, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να χάσουν την προσωπική τους περιουσία μέσω πλειστηριασμών από τις δανείστριες τράπεζες. Η συμμετοχή του αποφασίστηκε μόνο υπό τον ρητό όρο ότι θα περιοριστεί στην οδήγηση του οχήματος και μόνο...»