Ηταν ίσως το
«Τέλος της μικρής μας πόλης» -γραμμένο όμως από την ανάποδη, με αίμα, ψέμα και
υπέρβαση της κατεστημένης ηθικής-, με λίγο από «Μάτια ερμητικά κλειστά» σε μια
επαρχιακή συνωμοσία ανθρώπων «συζητήσιμων ηθών», καθώς, εκτός του φόνου, στην
υπόθεση ανθρωποκτονίας του πλοιάρχου Θανάση Λάμπρου υπάρχει η έξαψη της
φαντασίας για μια κοινόχρηστη «βίλα οργίων» - και δη στον τόπο του εγκλήματος.
Αυτή όμως είναι και μια ιστορία παρανοϊκής ζήλιας, απιστίας και προδοσίας που πληρωνόταν με εκδικητικό σεξ, δηλαδή και πάλι με προδοσία, η οποία και αυτή οδηγούσε σε άλλη μία, ακόμη χειρότερη προδοσία και τελικά σε μια μονομαχία θανάτου. Ηταν μια σχέση πάθους που ξεκίνησε από τον πόθο μιας έφηβης για τον γόητα του χωριού και πνίγηκε στην καχυποψία και το τυφλό μίσος, ένα παρ’ ολίγον «τέλειο έγκλημα» που διαπράχθηκε κάτω από τη φαινομενικά φιλήσυχη, ανεπανόρθωτα ανιαρή επιδερμίδα μιας επαρχιακής κωμόπολης της Πελοποννήσου. Κάπως έτσι θα μπορούσε να δει κάποιος το φονικό στην Κοιλάδα της Αργολίδας, αλλά και σαν ένα από τα μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, με όλη τη μαστοριά της Αγγλίδας συγγραφέως στην ανάδειξη του κακού.
Αυτή όμως είναι και μια ιστορία παρανοϊκής ζήλιας, απιστίας και προδοσίας που πληρωνόταν με εκδικητικό σεξ, δηλαδή και πάλι με προδοσία, η οποία και αυτή οδηγούσε σε άλλη μία, ακόμη χειρότερη προδοσία και τελικά σε μια μονομαχία θανάτου. Ηταν μια σχέση πάθους που ξεκίνησε από τον πόθο μιας έφηβης για τον γόητα του χωριού και πνίγηκε στην καχυποψία και το τυφλό μίσος, ένα παρ’ ολίγον «τέλειο έγκλημα» που διαπράχθηκε κάτω από τη φαινομενικά φιλήσυχη, ανεπανόρθωτα ανιαρή επιδερμίδα μιας επαρχιακής κωμόπολης της Πελοποννήσου. Κάπως έτσι θα μπορούσε να δει κάποιος το φονικό στην Κοιλάδα της Αργολίδας, αλλά και σαν ένα από τα μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, με όλη τη μαστοριά της Αγγλίδας συγγραφέως στην ανάδειξη του κακού.
Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση ο δαιμόνιος νους πίσω από τις ενέργειες της πρωταγωνίστριας είναι η ίδια η φόνισσα. Και αντί για την ομίχλη και τη σκοτεινιά της βρετανικής εξοχής, το έγκλημα συνέβη στο ξασπρισμένο από τον ήλιο τοπίο της παραθαλάσσιας Κοιλάδας, σε ένα τοπίο χαρακτηριστικά ελληνικό, το οποίο, θα έλεγε κανείς κάνοντας ένα μακάβριο λογοπαίγνιο, έχει «εξ αίματος» γειτνίαση με τις Μυκήνες. Εκεί όπου σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν η Κλυταιμνήστρα, σύμφωνα με τον μύθο, την «Ορέστεια» του Αισχύλου κ.ο.κ., δολοφόνησε τον σύζυγό της και βασιλιά Αγαμέμνονα με τη βοήθεια του εραστή της και αφού είχαν προηγηθεί, κυριολεκτικά ομηρικά, πάθη και μίση στα μυκηναϊκά ανάκτορα.
Μόνο που,
στη μοντέρνα εκδοχή της, η συζυγοκτόνος έκανε κάτι πολύ πιο παράτολμο από την
αρχαία φόνισσα, κάτι αδιανόητα θρασύ: σαν χαροκαμένη χήρα και μάνα μιας
δεκάχρονης κόρης εμφανίστηκε παντού, έδωσε πάμπολλες συνεντεύξεις, προκάλεσε
την Αστυνομία να ερευνήσει το σπίτι της, επανέλαβε καταλεπτώς το άλλοθί της,
δεν δίστασε να παραστεί δύο φορές στο «Φως στο Τούνελ», μια εκπομπή που
κατεξοχήν δρα συμπληρωματικά στο έργο των Αρχών, ζωντανά και σε πραγματικό
χρόνο. Γενικώς, η Δήμητρα Βούλγαρη έκανε ό,τι περισσότερο μπορούσε προκειμένου
να εκτεθεί όσο καμία χήρα δολοφονημένου που θα μπορούσε να θυμηθεί κάποιος. Και
όλα αυτά υποτίθεται πως τα έκανε επειδή, κατά δική της δήλωση, είχε θέσει ως
σκοπό της ζωής της την αποκάλυψη και την παραδειγματική τιμωρία εκείνου ή
εκείνων που σκότωσαν τον άντρα της.
Η Δήμητρα Βούλγαρη, μάλιστα, επέμενε από την πρώτη στιγμή, μάλλον διερρήγνυε τα ιμάτιά της, ότι ο χαμός του άντρα της οφείλεται ξεκάθαρα σε δολοφονική ενέργεια και όχι σε αυτοκτονία. Προς την εκδοχή της αυτοχειρίας, όσο απίθανη κι αν φάνταζε ακόμη και στα μάτια του απλού παρατηρητή, έτεινε ακόμη και ο ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα του Θανάση Λάμπρου.
Οπότε, εάν επιβεβαιωθεί πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι στις 8 Δεκεμβρίου του 2014 ο 42χρονος πλοίαρχος πυροβολήθηκε δις από το χέρι της συζύγου του, η Δήμητρα Βούλγαρη θα έχει καταφέρει να περιπαίξει τους πλέον έμπειρους και κατεξοχήν αρμόδιους στην εξιχνίαση εγκλημάτων διαψεύδοντάς τους. Διότι, ανάμεσα στον φόνο και την ομολογία της, δηλαδή επί σχεδόν οκτώ μήνες ενός παρατεταμένου θεατρικού μονόπρακτου, δεν σταμάτησε να λέει σε όλους τους τόνους: «Πλανάται η Αστυνομία και ο ιατροδικαστής.
Ο Θανάσης δεν αυτοκτόνησε. Δολοφονήθηκε. Απαιτώ να βρεθεί άμεσα ο δράστης». Συμπλήρωνε δε σιωπηρά: «Και αυτός ο δράστης δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι η γυναίκα του, εγώ, η χήρα».
Η Δήμητρα Βούλγαρη, μάλιστα, επέμενε από την πρώτη στιγμή, μάλλον διερρήγνυε τα ιμάτιά της, ότι ο χαμός του άντρα της οφείλεται ξεκάθαρα σε δολοφονική ενέργεια και όχι σε αυτοκτονία. Προς την εκδοχή της αυτοχειρίας, όσο απίθανη κι αν φάνταζε ακόμη και στα μάτια του απλού παρατηρητή, έτεινε ακόμη και ο ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα του Θανάση Λάμπρου.
Οπότε, εάν επιβεβαιωθεί πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι στις 8 Δεκεμβρίου του 2014 ο 42χρονος πλοίαρχος πυροβολήθηκε δις από το χέρι της συζύγου του, η Δήμητρα Βούλγαρη θα έχει καταφέρει να περιπαίξει τους πλέον έμπειρους και κατεξοχήν αρμόδιους στην εξιχνίαση εγκλημάτων διαψεύδοντάς τους. Διότι, ανάμεσα στον φόνο και την ομολογία της, δηλαδή επί σχεδόν οκτώ μήνες ενός παρατεταμένου θεατρικού μονόπρακτου, δεν σταμάτησε να λέει σε όλους τους τόνους: «Πλανάται η Αστυνομία και ο ιατροδικαστής.
Ο Θανάσης δεν αυτοκτόνησε. Δολοφονήθηκε. Απαιτώ να βρεθεί άμεσα ο δράστης». Συμπλήρωνε δε σιωπηρά: «Και αυτός ο δράστης δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι η γυναίκα του, εγώ, η χήρα».