6/10/16

Θρίλερ με «οικογενειακό» DNA


Θρίλερ με «οικογενειακό» DNA σε άγριο έγκλημα

Ενα «οικογενειακό DNA» κατευθύνει την ΕΛ.ΑΣ. στην εξιχνίαση ενός άγριου εγκλήματος που έχει διαπραχθεί στην Κεντρική Ελλάδα και ερευνάται από περιφερειακές αστυνομικές υπηρεσίες. Πρόκειται για μία από τις πλέον σπάνιες υποθέσεις στα εγκληματολογικά χρονικά, εντός και εκτός της χώρας. Οι διωκτικές αρχές έχουν ανακαλύψει από αναλύσεις και ομοιότητες βιολογικού υλικού ότι ο δράστης του εν λόγω εγκλήματος προέρχεται από το οικογενειακό περιβάλλον του θύματος. Και αυτό διότι στο DNA του άγνωστου δράστη έχουν βρεθεί στον γενετικό τύπο κοινά τμήματα με εκείνο του θύματος, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα δύο άτομα ήσαν συγγενείς.
Εν τούτοις δεν μπορούν να εντοπίσουν τον δράστη της στυγερής δολοφονίας και αναζητούν πρόσωπα που ίσως έχουν γεννηθεί από παράνομες σχέσεις ατόμων της οικογένειας. Πρόκειται, σύμφωνα με τοπικούς αστυνομικούς, για «μυθιστορηματική υπόθεση που έχει βασικό στόχο ενδοοικογενειακά μυστικά πολλών χρόνων και να βρουν πιθανά... εξώγαμα παιδιά, κρυμμένους συγγενείς που μπορεί να προχώρησαν στην αιματηρή εγκληματική ενέργεια».

Βάσεις DNA
Η υπόθεση που τώρα ερευνούν οι έλληνες αστυνομικοί της περιφερειακής υπηρεσίας έχει αντιμετωπισθεί σε 29 περιπτώσεις στο εξωτερικό, σύμφωνα με καταγραφές των διεθνών αρχών ασφαλείας. Εκεί όμως οι βάσεις δεδομένων DNA είναι ευρύτατες και αριθμούν πολλά εκατομμύρια δείγματα, κάτι που αντιστοιχεί σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Και αυτό βεβαίως με το δεδομένο ότι η λήψη DNA είναι υποχρεωτική ακόμη και για ποινικά αδικήματα μικρού «βεληνεκούς». Επιπλέον, πολλές φορές λαμβάνονται δείγματα DNA από κατοίκους συγκεκριμένων περιοχών - με εθελοντική πάντως διάσταση - όπου έχουν σημειωθεί εγκλήματα, βιασμοί κ.λπ., ώστε να βρεθεί ποιος εκ των κατοίκων είναι ο δράστης του εγκλήματος. Παράλληλα, σημαντικά στοιχεία συγκεντρώνονται από τεστ πατρότητας και άλλες διαδικασίες λήψης DNA για αστικούς λόγους.
Αντιθέτως, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατες καταγραφές της ΕΛ.ΑΣ., η τράπεζα δεδομένων DNA των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της ΕΛ.ΑΣ. διαθέτει περίπου 14.000 σχετικά δείγματα, από τα οποία ωστόσο μόνο τα 700 είναι περίπου ταυτοποιημένα και αποδιδόμενα σε συγκεκριμένα άτομα και τα υπόλοιπα 12.700 αναζητούν αντιστοίχιση.

Συγγενείς υποθέσεις
Ωστόσο αντίστοιχα εντυπωσιακές είναι και πολλές από τις υποθέσεις που έχουν ανακαλυφθεί από τις ξένες διωκτικές αρχές με οικογενειακά DNA. Οπως η έρευνα που είχε πραγματοποιηθεί για πέντε σεξουαλικές επιθέσεις την περίοδο 1987-2001 από άγνωστο δράστη σε κωμόπολη της Λουιζιάνα. Οι αστυνομικοί εντόπισαν τον γενετικό τύπο του δράστη αλλά όχι την ταυτότητά του. Η λύση του μυστηρίου ήρθε όταν έπεσε θύμα παρόμοιας επίθεσης η αδελφή του δράστη και οι αστυνομικοί έλαβαν δείγμα DNA της. Εκεί διαπίστωσαν ότι έχει μεγάλες ομοιότητες με τον γενετικό τύπο του βιαστή της Λουιζιάνα και γρήγορα διαπίστωσαν ότι αυτός ήταν ο αδελφός της που καταδικάστηκε σε φυλάκιση 35 ετών.
Παρόμοια υπόθεση συνέβη προ μερικών ετών με τον φόνο μίας κοπέλας στη Βρετανία, η οποία εξιχνιάστηκε όταν οι αστυνομικοί συνέκριναν το DNA του δράστη με εκείνο που είχε βρεθεί σε εθελοντική παράδοση δειγμάτων γενετικού υλικού για τον εντοπισμό δράστη βιασμού σε χωριό σε άλλη περιοχή της Αγγλίας. Οι αστυνομικοί εστίασαν το ενδιαφέρον τους - με βάση τις ομοιότητες στο DNA - στον αδελφό του νεαρού που είχε δώσει το «εθελοντικό» DNA. Εκείνος υπέδειξε τον χώρο όπου ζούσε ο στενός συγγενής του ο οποίος διαπιστώθηκε ότι γνώριζε τη νεαρή και ήταν ο δράστης του εγκλήματος.
Με τον ίδιο τρόπο εξιχνιάστηκε φόνος μιας σπουδάστριας στην περιοχή Τολέδο του Οχάιο το 1967. Το 1981 η σύζυγος ενός κατοίκου της περιοχής ανέφερε στους αστυνομικούς ότι ο άντρας της κρατούσε αιχμάλωτο στο υπόγειο το δολοφονημένο κορίτσι. Τότε όμως δεν είχε αποδειχθεί οτιδήποτε και αποδόθηκε σε «κακοήθη καταγγελία» τής εν διαστάσει συζύγου. Το 2006 όμως, μετά τον προσδιορισμό του DNA του φόνου, οι αστυνομικοί πήραν δείγματα γενετικού υλικού από την εν λόγω γυναίκα και την κόρη της. Από τη σχετική εξέταση επιβεβαίωσαν ότι ο δράστης είναι ο συγγενής τους, ο οποίος στο μεταξύ είχε εξαφανισθεί.
Τέλος, τα τελευταία χρόνια έλεγχοι DNA και σχετικές συγκρίσεις κατέδειξαν ότι δράστες εγκλημάτων δεν ήταν τα πρόσωπα που είχαν συλληφθεί, φυλακισθεί και καταδικασθεί αδίκως για το έγκλημα αλλά συγγενείς τους - με παρόμοιο αριθμό στον τύπο γενετικού υλικού - και τους οποίους ήθελαν να «καλύψουν».