3/1/15

Επέπλεαν σε τηγάνι


Συγκλονιστικές μαρτυρίες στο «Βήμα» διασωθέντων από την κόλαση της Αδριατικής
Από τη δεύτερη επιχείρηση αερομεταφοράς Ελλήνων που επέβαιναν στο «Norman Atlantic»
 
«Υπήρξε στιγμή που μου πέρασε από το μυαλό ακόμα και να πέσω στη θάλασσα· όσο ψύχραιμος και αν έδειχνα, το ηθικό μου έσπασε. Τότε βρέθηκε δίπλα μου ένα παλικάρι, ο Άλεξ, ιταλός μέλος του πληρώματος. Αυτός έβαλε από την πρώτη ημέρα τη γυναίκα και τα δύο ανήλικα παιδιά μου σε προτεραιότητα για το ελικόπτερο διάσωσης, αυτός έφερε στον γιο μου μια ειδική στολή όταν κατάλαβε ότι μετά από 24 ώρες επάνω στο πλοίο είχε πάθει πια υποθερμία. Ο ίδιος φορούσε μόνο ένα πουλόβερ με τα διακριτικά του πληρώματος και βοηθούσε όποιον μπορούσε, μας έδινε ό,τι έβρισκε για να ζεσταθούμε. Είναι ένας από τους δικούς μας ήρωες» λέει εμφανώς συγκινημένος στο «Βήμα» ο κ. Λευτέρης Αραμπατζής, επιβάτης του «Norman Atlantic», ο οποίος μόλις μία ώρα πριν από την αλλαγή του χρόνου έφτασε στο σπίτι του στα Ιωάννινα, ύστερα από 72 ώρες στη θάλασσα, προκειμένου να ενωθεί και πάλι με την οικογένειά του.

Όταν τα ξημερώματα της Κυριακής άκουσαν από την καμπίνα τους τις εκρήξεις στα αμπάρια του πλοίου, κατάλαβαν πως οι λίγες ανέμελες ημέρες διακοπών ήταν πια παρελθόν. Στην αριστερή πλευρά του πλοίου επικρατούσε ήδη πανικός, «450 άνθρωποι τρομοκρατημένοι και να μην υπάρχει ένας άνθρωπος από το πλήρωμα να μας καθοδηγήσει για το πού θα βρούμε τα σωσίβια. Όπως ήταν λογικό επικράτησε αναρχία».

Οι συνθήκες επάνω στο μοιραίο πλοίο αφόρητες, ο καπνός ήρθε να προστεθεί στη φουρτούνα και τον ισχυρό άνεμο. «Ανάμεσα σε εμάς και τη θάλασσα μόνο η φωτιά. Υπήρξαν και άνθρωποι που έπεσαν στο νερό νομίζοντας πως θα σωθούν. Όταν πια χάθηκαν όλα τα σωστικά μέσα, από έλλειψη συντονισμού του πληρώματος, ακόμη και οι ίδιοι ήξεραν ότι έχει χαθεί το παιχνίδι» περιγράφει ο κ. Αραμπατζής.

Με τα ιταλικά που γνωρίζει μπορούσε να καταλάβει τον πανικό, την αγωνία, αλλά και την έλλειψη συντονισμού που επικρατούσαν στο πλοίο. «Κάποια στιγμή βρέθηκε δίπλα μου ένας κύριος, ο οποίος όπως κατάλαβα πολύ αργότερα ήταν ύπαρχος του πλοίου. Βλέποντάς με λοιπόν να μιλάω στο κινητό μου μού είπε: "Αν ξέρεις κάποιον, πάρε τον τηλέφωνο να στείλουν ελικόπτερα να μας σώσουν". Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μέχρι το πρωί της Δευτέρας που η επιχείρηση συντονίστηκε και φύγαμε και οι τελευταίοι από το κατάστρωμα του πλοίου, η κατάσταση ήταν δραματική. Ήμασταν επάνω σε ένα τηγάνι πραγματικό, δίπλα-δίπλα με τον 23χρονο γιο μου, και το μόνο που σκεφτόμασταν ήταν η τακτική που έπρεπε να καταστρώσουμε ώστε να έχουμε ελπίδες σωτηρίας όταν θα γινόταν η μεγάλη έκρηξη και το πλοίο θα βυθιζόταν».

«My ship, my call»

Η σκηνή που περιγράφει είναι ενδεικτική της ασυνεννοησίας, ίσως και της αντιπαλότητας, ανάμεσα στους ιταλούς και στους έλληνες αξιωματικούς. «Μόλις εμφανίστηκε το πρώτο ελικόπτερο, ένας έλληνας αξιωματικός με καθοδήγησε να ανεβάσω τη γυναίκα και τα δύο ανήλικα παιδιά μου στο υψηλότερο κατάστρωμα, υπό δυσχερείς συνθήκες όπως καταλαβαίνετε, για να φύγουν με τους πρώτους. Το ελικόπτερο όμως κατευθύνθηκε τελικά σε τελείώς άλλο σημείο. Όταν τον ρώτησα γιατί, μου απάντησε: "Έτσι μου είπαν". Σε αρκετές περιπτώσεις που οι Έλληνες πήγαν να πάρουν πρωτοβουλίες, ο καπετάνιος απάντησε: "My ship, my call"».

Για τον ίδιο πρόκειται για μια συγκυρία συνεχών λαθών που οδήγησε σε αυτή την τραγωδία.«Αυτό που έχει σημασία είναι μετά τη δική μας περιπέτεια να αλλάξουν τα πρωτόκολλα. Το πιο απλό. Εάν κάποιος είχε προνοήσει επάνω στο πλοίο να υπάρχουν όχι ισοθερμικές στολές, έστω μαύρες σακούλες σκουπιδιών, τότε θα είχαμε αποφύγει τις υποθερμίες, άρα και την απελπισία πολλών ανθρώπων τις δύσκολες ώρες με το κρύο, τα 10 μποφόρ και τα νερά που πετούσαν τα πυροσβεστικά».

Ακόμη και στην απόπειρα ρυμούλκησης, πέντε έληνες εθελοντές ήταν αυτοί που με τις οδηγίες του πλοιάρχου πάλευαν να σχηματίσουν αερογέφυρα ανάμεσα στα δυο πλοία.«Θυμάμαι και μου έρχονται δάκρυα στα μάτια, το όνομα του Γιάννη, ενός νταλικέρη, που άκουγα από τον ασύρματο να του δίνουν οδηγίες πώς να πιάσει το σχοινί και τι να κάνει για να δεθούμε στο ρυμουλκό» αναφέρει ο κ. Αραμπατζής.

Φυσικά το σκηνικό άλλαξε άρδην όταν βρέθηκαν στην στρατιωτική πειθαρχία του πολεμικού πλοίου «Σαν Τζόρτζιο», με τις υποτυπώδεις μεν υποδομές, αλλά με ζεστασιά, φαγητό και σιγουριά ότι εκείνος, ο γιος του και ακόμη 150 ψυχές θα γυρίσουν πίσω στις οικογένειές τους.

«Επάνω στο "Σαν Τζόρτζιο" επικράτησε "πρωτόκολλο Λαμπεντούζας", όπως το χαρακτηρίζω. Αυστηρότητα. Ο καθένας με τον αριθμό επιβίβασης, χωρίς κινητό να επικοινωνήσουμε με τους δικούς μας. Οι άνθρωποι πια ξεσηκώθηκαν και τα πράγματα βελτιώθηκαν κάπως μέχρι που πιάσαμε Μπρίντιζι και άρχισαν οι καταθέσεις στον εισαγγελέα με ελάχιστες υποδομές και πάλι, με έναν μόνο μεταφραστή» περιγράφει.

«Οταν το πλήρωμα είναι εξαντλημένο, με ποιο ηθικό να μείνουν στο πλοίο...»

Παραμονή Πρωτοχρονιάς επέστρεψε στο σπίτι του και ο κ. Χρήστος Δούβας, οδηγός φορτηγού, που κάνει το δρομολόγιο αυτό 20 χρόνια. «Οι καιρικές συνθήκες ήταν πραγματικά πολύ δύσκολες. Η κακοκαιρία, η φωτιά και ο καπνός που γέμισε το πλοίο, ο πανικός του κόσμου. Όμως οι λόγοι που σήμερα θρηνούμε ανθρώπους δεν είναι αυτοί»επισημαίνει μιλώντας στο «Βήμα».

«Ενα τέτοιο καράβι, που μεταφέρει 430 άτομα, δεν μπορεί να λειτουργήσει με μειωμένο προσωπικό· ο ίδιος άνθρωπος να είναι και στην υποδοχή και στο εστιατόριο και να καθαρίζει καμπίνες και να τρέχει σε όλες τις δουλειές» υπογραμμίζει. Συνθήκες που ο ίδιος και συνάδελφοί του, με χρόνια εμπειρίας, συζητούςαν συχνά μεταξύ τους, πριν γίνει το κακό.

«Όταν το πλήρωμα είναι όλοι εξαντλημένοι, με ποιο ηθικό να μείνουν επάνω στο πλοίο και να μας βοηθήσουν όλους εμάς που μείναμε ακόμα και 36 ώρες, μέχρι να φύγει και το τελευταίο ελικόπτερο που μας μετέφερε στο αντιτορπιλικό πλοίο γιατί στο "Σαν Τζόρτζιο" γινόταν ήδη χαμός εξαιτίας της έλλειψης συντονισμού από την πλευρά των ιταλικών αρχών».

Αν και τον ίδιο τον ξύπνησε ο καπνός που κάλυψε την καμπίνα του, πολλοί συνάδελφοί του βρίσκονταν εκείνη την ώρα στα γκαράζ, μέσα στις καμπίνες των φορτηγών τους. Όπως εξηγεί, τα τελευταία χρόνια είναι τόσο άσχημες οι συνθήκες στο εσωτερικό των πλοίων, βρώμικες καμπίνες και τουαλέτες, που πολλοί επαγγελματίες οδηγοί προτιμούν να διαμένουν στα φορτηγά τους.

Ανάμεσα στα πολλά ερωτήματα που απασχολούν τους περισσότερους επιβάτες του μοιραίου «Norman Atlantic», ένα ζητά απάντηση επιτακτικά: «Δεν μπορώ να διανοηθώ γιατί ενώ το καράβι φλεγόταν και ο κόσμος επάνω ήταν απελπισμένος, ο καπετάνιος συζητούσε αν θα το πάει στην Ιταλία που ήταν μακρύτερα ή στην Αλβανία που ήταν σαφώς πιο κοντά; Δεν είναι οι άνθρωποι προτεραιότητα σε αυτές τις περιπτώσεις;»

«Το όνομά μου δεν ήταν σε καμία λίστα»

Τα ίδια ερωτήματα απασχολούν ακόμη τον συνάδελφό του, οδηγό φορτηγού, κ. Γιώργο Τούτουνα, ο οποίος στάθηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του, καθώς βρισκόταν στο φορτηγό του την ώρα που ξέσπασε η φωτιά. «Έτυχε να ξυπνήσω εκείνη την ώρα και μόλις είδα τις φλόγες να ξεπετάγονται μπροστά μου, ευτυχώς ήμουν κοντά στην πόρτα και βγήκα από το γκαράζ» αναφέρει.

Μέσα σε δύο λεπτά το εσωτερικό του πλοίου είχε τυλιχτεί στους καπνούς. «Ο μόνος που μας έσωσε ήταν ο Θεός. Κατά τα άλλα εγώ ενημέρωσα το αφεντικό μου στις 5.30 ότι καιγόμαστε και όταν η κόρη μου πήρε στις 6.30 το πρωί τηλέφωνο στο λιμεναρχείο, δεν ήξεραν τίποτα»λέει ο κ. Τούτουνας μιλώντας στο «Βήμα».

Όπως λέει χαρακτηριστικά, «ο καπετάνιος χειρίστηκε την κατάσταση σαν να μην επέτρεπε να μας σώσουν. Ο έλληνας υπαρχος, τον οποίο γνωρίζουμε χρόνια, ήταν παραγκωνισμένος. Αυτός μας βοηθούσε και ένας λοστρόμος, που φαίνεται μάλιστα σε όλα τα βίντεο, μόνο αυτοί».

Η ταλαιπωρία όμως για τον ίδιο και την οικογένειά του δεν τελείωσε με την επιβίβαση στο «Σαν Τζόρτζιο», καθώς το όνομά του δεν εμφανιζόταν σε καμία λίστα διασωθέντων. Για δυο ημέρες, μετά την εκκένωση του πλοίου, οι δικοί του άνθρωποι δεν ήξεραν εάν ζει ή όχι. Είχαν πια απελπιστεί.

«Όταν πια φτάσαμε στο Μπρίντιζι άρχισε από τους Ιταλούς ο ψυχολογικός πόλεμος να δώσουμε κατάθεση εκείνη την ώρα, ενώ δεν γνωρίζαμε ιταλικά, με υποτυπώδη μετάφραση»επισημαίνει ο διασωθείς, γεγονός στο οποίο συνηγορούν και συνάδελφοί του με τους οποίους ήρθε σε επαφή «Το Βήμα». «Προσπάθησαν να μας πάρουν καταθέσεις εκείνη την ώρα, μέσα στη σύγχυση, πράγμα που μας βάζει όλους σε υποψίες» επισημαίνει με τη σειρά του και ο κ. Δούβας.