18/1/14

Ο Ηλιόπουλος αντιστέκεται ...

vlassis1
Ο συνόγορος του Βουλευτή Παναγιώτης Βλάσσης που έχει αναλάβει να αντικρούσει με νομικούς όρους ένα μέγα πολιτικό ζήτημα

Ο βουλευτής του Ν.Μαγνησίας της Χ.Α Παναγιώτης Ηλιόπουλος που βρίσκεται προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό έκανε προσφυγή στο συμβούλιο Εφετών , κατά της προσωρινής κράτησής του, διότι εσφαλμένα και παράνομαεκδόθηκε όπως αναφέρει μέσα ο δικηγόρος του στην έκθεση προσφυγής εκδόθηκε το ένταλμα με το οποίο διατάχθηκε η προσωρινή του κράτηση.
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Στην Αθήνα, στο Κατάστημα του Εφετείου Αθηνών, σήμερα, δεκαέξι (16) Ιανουαρίου 2014, μέρα της εβδομάδας Πέμπτη και ώρα , σε μένα τον αρμόδιο Γραμματέα ……………….… εμφανίστηκε ο Παναγιώτης Βλάσσης, Δικηγόρος Αθηνών, με την ιδιότητα του πληρεξούσιου, δυνάμει της από 16.01.2013 εξουσιοδοτήσεως, του Παναγιώτη Ηλιόπουλου, του Κωνσταντίνου και της Δάφνης, Βουλευτού του Νομού Μαγνησίας, πρώην κατοίκου Ραφήνας, στην οδό Ανδρέα Παπανδρέου, αρ. 29 και νυν προσωρινά κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και ζήτησε τη σύνταξη της παρούσας εκθέσεως, με την οποία προσφεύγει, σύμφωνα με το άρθρο 285 ΚΠοινΔ, ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά του εντάλματος με αριθμό 09/14 και από 11.01.2014 (αριθ. δικογ. Φ13/3990) της κ. Ανακρίτριας του Εφετείου Αθηνών, διότι εσφαλμένως και παρά το Νόμο και με αιτιολογία μη νόμιμη, εκδόθηκε το προαναφερθέν ένταλμα, με το οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος.
 Ειδικότερα και σχετικώς με τη μη νόμιμη, από ουσιαστική και δικονομική άποψη, έκδοση, σε βάρος του προσφεύγοντος, του προαναφερθέντος [και καθού η παρούσα προσφυγή] εντάλματος προσωρινής κράτησης, ο προσφεύγων, υπό την εκτεθείσα ήδη ιδιότητά του, εξέθεσε τα ακόλουθα:
Α.- Το προσβαλλόμενο ένταλμα δεν περιέχει όπως επιβάλλεται τις διατάξεις υπέρτατης τυπικής ισχύος του Συντάγματος ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γενικώς, ιδίως δε ως προς το ζήτημα της συνδρομής ή μη στο πρόσωπο του προσφεύγοντος α) σοβαρών ενδείξεων ενοχής και β) των νομίμων προϋποθέσεων επιβολής προσωρινής κράτησης.
“… Από το αποδεικτικό υλικό, που συγκεντρώθηκε κατά τη διενεργούμενη κυρία ανάκριση καθώς και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση προκύπτουν πλέον ή σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για το αποδιδόμενο σ’ αυτόν κακούργημα και δη αυτό της ένταξης, συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, ήτοι αυτή της «Χρυσής Αυγής» ως και διεύθυνση αυτής. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω κατηγορούμενος (Παναγιώτης Ηλιόπουλος) εντάχθηκε στην εγκληματική οργάνωση «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ», εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, δραστηριοποιήθηκε ως μέλος αυτής, ενστερνισθείς πλήρως τις αρχές που εξέφερε (η οργάνωση) καθώς και τις βίαιες μεθόδους πραγμάτωσης των στόχων της, ενώ, περαιτέρω, ανελίχθηκε στη στενή ηγετική ομάδα αυτής, καθόσον είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και ήδη από τον Ιούνιο του 2012 έχει την ιδιότητα του Βουλευτή Μαγνησίας.
Υπό τις ως άνω ιδιότητές του και τη διαρκή και αδιάλειπτο ενεργοποίησή του στο στενό ηγετικό πυρήνα της εγκληματικής οργάνωσης, ως επικεφαλής από κοινού με άλλους του σκληρού επιχειρησιακού πυρήνα, αναφερόμενος απευθείας στον αρχηγό, κατηγορούμενο Νικόλαο Μιχαλολιάκο, μετείχε στον κεντρικό σχεδιασμό της εγκληματικής δράσης της «Χρυσής Αυγής», έχοντας αναλάβει την ιδεολογική εκπαίδευση και κατήχηση νέων μελών της οργάνωσης, ενώ παράλληλα είχε την ευθύνη των κινητοποιήσεων αυτών, προκειμένου να παρεμβαίνουν σε προαποφασισμένες δράσεις – επιθέσεις της οργάνωσης. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται απολύτως αναγκαία η προσωρινή του κράτηση, καθόσον αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να συνεχίσει την ως άνω εγκληματική δραστηριότητα, παρέχων εντολές και διαταγές σε ασύλληπτα μέλη της ως άνω εγκληματικής οργανώσεως…”.
2.- Όμως όπως απεδείχθη από την ανακριτική διαδικασία ουδόλως αποδείχθηκαν τα ανωτέρω και ειδικότερα ότι α) ο προσφεύγων δήθεν μετείχε στον σχεδιασμό της δήθεν εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής με την δήθεν ιδεολογική εκπαίδευση και κατήχηση από μέρους του των νέων μελών της οργάνωσης β) είχε δήθεν την ευθύνη κινητοποιήσεων αυτών στις προαποφασισμένες δήθεν δράσεις – επιθέσεις της οργάνωσης.
Ειδικότερα ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ούτε ένα στοιχείο, που θα επέτρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν έστω ως ένδειξη, σύμφωνα με όσα εδέχθη στο αιτιολογικό του, το προσβαλλόμενο δια της παρούσας προσφυγής ένταλμα περί προσωρινής κράτησης.
3.- Δεν περιέχει αναφορά πραγματικών περιστατικών, ούτε μνεία, έστω και κατά κατηγορίες, των χρησιμοποιηθέντων αποδεικτικών μέσων (ενδεικτικώς ΑΠ 526/93 Π.Χρ. ΜΓ/290), ούτε, τέλος, έκθεση οποιωνδήποτε σκέψεων και συλλογισμών, από τους οποίους να προκύπτει ότι, από τα (μη αναφερόμενα) πραγματικά αυτά (ποια;) περιστατικά, που προέκυψαν από τις (μη μνημονευόμενες) αποδείξεις, συνάγεται, ως αναγκαίο συμπέρασμα, η επιβολή στο πρόσωπο του προσωρινής κρατήσεως του προσφεύγοντος σοβαρών ενδείξεων ενοχής είναι απολύτως αναγκαία (και για ποιους λόγους) η επιβολή σ’ αυτόν της προσωρινής κράτησης.
4.- Για την ουσία της υποθέσεως, την απουσία και της ελάχιστης ενδείξεως ενοχής και, γενικώς, για τους προβληθέντες υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του, ο προσφεύγων αναφέρεται, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, στο περιεχόμενο α) του από 11.01.2014 απολογητικού του υπομνήματος προς την κ. Ανακριτή και β) της εκθέσεως προφορικής του απολογίας ενώπιον της κ. Ανακριτή, που επιφυλάσσεται να αναπτύξει και συμπληρώσει με εμπροθέσμως υποβληθησόμενο υπόμνημά του και να ενισχύσει και με νεότερα στοιχεία.
Το σύνολο των ισχυρισμών αυτών, που στηρίζονται και στα στοιχεία, που προσήγαγε και επικαλέστηκε ο προσφεύγων, οδηγούν [αντιθέτως προς την τυπική και αναιτιολόγητη παραδοχή της προσβαλλόμενης διατάξεως] στο αναγκαστικό συμπέρασμα, πως δεν υπάρχουν ενδείξεις ενοχής, πολύ λιγότερο σοβαρές, του προσφεύγοντος, ώστε απουσιάζει η πρώτη, αναγκαία προς τούτο, κατά νόμο, προϋπόθεση για την επιβολή της, καθού η παρούσα προσφυγή, εντάλματος προσωρινής κρατήσεως.
 5.- Ειδικότερα και για την ουσία της υποθέσεως, εντελώς ενδεικτικώς, υπογραμμίζονται τα εξής:
6.- Στο προσβαλλόμενο ένταλμα δεν περιελήφθη έστω και μια φράση, για να αντικρουσθούν οι απολογητικοί ισχυρισμοί του προσφεύγοντος, οι οποίοι προβλήθηκαν με υπευθυνότητα, σοβαρότητα και τεκμηρίωση, υποστηρίχθηκαν, δηλαδή με τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται από τον ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
7.- Αλλά και αν ακόμα ήταν δυνατό να ξεπεραστεί το ανωτέρω εμπόδιο, το καθού η παρούσα προσφυγή ένταλμα είναι, επίσης, παντελώς αναιτιολόγητο και όσον αφορά, ειδικότερα,. Πραγματικά:
8.- Ο προσφεύγων τυγχάνει Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου με το κόμμα ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ –ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ με έντονο κοινοβουλευτικό έργο. Είναι παράλληλα οικογενειάρχης και πατέρας μιας κόρης μόλις 15!!!!! ημερών η οποία χρήζει απόλυτα της φυσικής παρουσίας του.
9.- Ο ίδιος προσφεύγων, με τη μέχρι τώρα διαδικαστική κλπ. συμπεριφορά του, εμπράκτως απέδειξε το αντίθετο, από εκείνο, που, ως πρόγνωση γενική και αόριστη, προαναφέρθηκε, δοθέντος ότι, παρουσιάστηκε όταν του ζητήθηκε από τις Δικαστικές (δις) αλλά και Αστυνομικές Αρχές (παράδοση του όπλου του) και ουδεμία ένδειξη προέκυψε κατά τον διαδραμόντα χρόνο από την κλήση του προς απολογία μέχρι και την απόφαση περί προσωρινής του κρατήσεως, περί τελέσεως όχι μόνο της αυθαίρετης αποδιδόμενης εις βάρος του κατηγορίας, αλλά και οιασδήποτε άλλης τυχόν παράνομης πράξης.
10.- Τα ανωτέρω στοιχεία προέκυψαν από την ανάκριση και τη σχηματισθείσα δικογραφία, πλην αγνοήθηκαν, τόσο κατά την ουσιαστική κρίση του προσβαλλόμενου εντάλματος, όσο και κατά την αιτιολόγησή του, κατά παράβαση του ουσιαστικού και δικονομικού νόμου (βλ. και ΚΠοινΔ 274), αλλά και του Συντάγματος.
11.- Ενόψει των προεκτεθέντων, αποδεικνύεται πλήρως η νομική και ουσιαστική βασιμότητα της παρούσας προσφυγής, αφού, πραγματικά, η προσβαλλόμενη διάταξη α) στερείται νόμιμης, δηλ. ειδικής και εμπεριστατωμένης, αιτιολογίας, αλλά και β) εκτίμησε κατά τρόπο εσφαλμένο το αποδεικτικό υλικό και ιδίως τους απολογητικούς ισχυρισμούς του κατηγορούμενου – προσφεύγοντος τα λοιπά έγγραφα, ιδίως τα υπό του προσφεύγοντος προσαχθέντα και προσαγόμενα, δηλ. στο εν γένει αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, αλλά και τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες λογικής και καλής πίστεως, που πρέπει να εφαρμόζονται στην ερμηνεία και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού.
Β. Επιπλέον, με τους Ν. 2207/94, 2408/96, 3811/09 και κυρίως με τους πρόσφατους Ν. 4055/2012 και Ν. 4205/13 αναμορφώνεται συνεχώς ο θεσμός της προσωρινής κράτησης σε πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση. Οι σύγχρονες ρυθμίσεις διαπνέονται από ένα πνεύμα περαιτέρω περιορισμού της εφαρμογής του θεσμού της προσωρινής κράτησης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται πραγματικά ο εξαιρετικός χαρακτήρας της. Οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την επιβολή της προσωρινής κρατήσεως «στένεψαν» αισθητά.
Κεντρικός άξονας για την επιβολή προσωρινής κράτησης στον κατηγορούμενο δεν είναι μόνο το “in abstracto” και η βαρύτητα του εγκλήματος, όσο η προσωπικότητα του συγκεκριμένου δράστη, στο πρόσωπο του οποίου ελέγχεται “in concreto” η συνδρομή των προϋποθέσεων της ιδιαίτερης επικινδυνότητας, της σφόδρα πιθανής φυγής και της πρόληψης της υποτροπής. Πιο συγκεκριμένα, η προσωρινή κράτηση πρέπει να διατάσσεται εξαιρετικά, ν’ αποτελεί δηλαδή το τελευταίο δικονομικό μέτρο, αφού πρώτα εξαντληθεί η εκτίμηση όλων των περιοριστικών όρων, που προβλέπονται. Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 282 Κ.Π.Δ., ιδιαίτερα δε μετά την πρόσφατη τροποποίηση του, όπου οι δυνατότητες που έχει ο Ανακριτής μετά την απολογία του κατηγορουμένου απαριθμούνται κατά σειρά προτεραιότητας, υπό την έννοια ότι θα εξετάσει πρώτα τη δυνατότητα ν’ αφήσει ελεύθερο τον κατηγορούμενο χωρίς όρους, μετά την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων και τελευταία, αν είναι απολύτως αναγκαίο και μετά την τελευταία τροποποίηση, εάν κρίνεται με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την επιβολή προσωρινής κράτησης.
Καθοριστικό στοιχείο και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επιμελής διερεύνηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, προκειμένου να διακριβωθεί η επικινδυνότητά της. Ασφαλής βέβαια πρόβλεψη είναι από τη φύση των πραγμάτων αδύνατη. Προγνωστική αξία, όμως, έχει η συμπεριφορά του πριν από τη διάπραξη του εγκλήματος, το είδος του εγκλήματος, ο βαθμός ανάπτυξης, η μόρφωσή του και, τέλος, το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον. Πρέπει, ακόμα, να σημειωθεί ότι κάθε ανακριτική πράξη επιβάλλεται, προκειμένου να επιτευχθεί η διερεύνηση των τελούμενων εγκλημάτων και η αποκάλυψη των δραστών, να είναι σύμφωνη με την “αρχή της αναγκαιότητας”, ενώ, παράλληλα, πρέπει να λειτουργούν, όπως για τη λήψη κάθε μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, οι αρχές της “απαγόρευσης του υπέρμετρου”, της “αναγκαίας αναλογίας” και του “προσήκοντος βαθμού υπονοιών”.
Τέλος, η προσωρινή κράτηση, που διατάχθηκε με αποκλειστικό πάντοτε σκοπό να εξασφαλίσει την παρουσία του διωκόμενου προσώπου κατά τα διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας και τη συμμετοχή του στη δίκη, που, ενδεχομένως, θ` ακολουθήσει, όταν τα υπόλοιπα μέσα δικονομικού καταναγκασμού -δηλαδή οι ως άνω περιοριστικοί όροι- δεν κρίνονται επαρκή για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών, τελεί υπό συνεχή έλεγχο, ο οποίος τείνει προς την άρση ή την αντικατάσταση της με περιοριστικούς όρους, μόλις διαπιστωθεί, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του κατηγορουμένου, ότι δεν συντρέχουν πλέον οι νομικοί και πραγματικοί λόγοι για την επιβολή ή την περαιτέρω διάρκειά της. Εξάλλου, τόσο οι περιοριστικοί όροι, όσο και η προσωρινή κράτηση, είναι μέτρα δυνητικά, δηλαδή είναι δυνατό να μην επιβληθούν, αν και συντρέχουν οι παραπάνω διαγραφόμενες προϋποθέσεις, επαφιόμενα στην έμφρονα κρίση του αρμοδίου δικαστικού οργάνου. Την κρίση του δικαστή περί της επιλεκτέας ενέργειας από τις παραπάνω πρέπει να βαρύνει η προσωπικότητα, ο πρότερος βίος, η τυχόν επαγγελματική δραστηριότητα κ.λ.π..
Ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του άρθρου 282 Κ.Π.Δ. ο προσανατολισμός του Νομοθέτη προς την αιτιολογημένη επιβολή της προσωρινής κράτησης, οριοθετεί και προσδιορίζει αυστηρά τα περιθώρια εντός των οποίων μπορεί να διαταχθεί πλέον η προσωρινή κράτηση και οπωσδήποτε μόνο εφόσον αυτή είναι ειδικά αιτιολογημένη. Ειδικότερα σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 282 Κ.Π.Δ. στην παράγραφο 4, ορίζεται ότι:
«4. «3. «Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί: α) για κατ` οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, όταν το μέτρο αυτό δεν επαρκεί ή δεν μπορεί να επιβληθεί λόγω έλλειψης γνωστής διαμονής του κατηγορουμένου στη χώρα ή λόγω μη υποβολής από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος να υποβληθεί σε αυτό και β) για περιοριστικούς όρους – εάν αιτιολογημένα κριθεί ότι τα υπό στοιχεία α` και β` μέτρα δεν επαρκούν – εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνον αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή για παραβίαση περιορισμών διαμονής και από τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής του ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα”. *** Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 2 παρ. Γ Ν.4205/2013,ΦΕΚ Α 242/6.11.2013.
Εάν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη ή εάν το έγκλημα τελέστηκε κατ` εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα, ότι αν αφεθεί
ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αιτιολογημένα κρίνεται ότι δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι, μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, αν προκύπτει σκοπός φυγής του κατηγορουμένου, με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης είναι διάρκειας έως έξι μηνών.»
Οι όροι επιβολής της αναφέρονται στο α. 282 παρ. 1,4, Κ.Π.Δ., όπως αυτό τροποποιήθηκε και επικεντρώνονται κυρίαρχα στην αναγκαιότητα επιβολής της προσωρινής κράτησης, μόνο όταν συντρέχουν οι κάτωθι προϋποθέσεις:
- Να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορούμενου για κάποιο κακούργημα.
- Να μην έχει γνωστή διαμονή στη χώρα.
-Να έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του.
- Να μην έχει υπάρξει κατά το παρελθόν φυγόποινος ή φυγόδικος ή να έχει κριθεί ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής ή
- Να κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για κακούργημα, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
- Να κρίνεται αιτιολογημένα (στην περίπτωση που η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη), ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Δηλαδή στην τελευταία περίπτωση που ορίζεται ότι η προσωρινή κράτηση μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις όπου η αποδιδόμενη πράξη επαπειλείται με ποινή ισοβίου ή πρόσκαιρης καθείρξεως, διασαφηνίζεται ότι η προσωρινή κράτηση θα επιβάλλεται – εφόσον δεν πληρούνται και εν προκειμένω οι προηγούμενες προϋποθέσεις του ίδιου άρθρου – μόνο όταν κρίνεται αιτιολογημένα, ότι η πράξη η οποία αποδίδεται στον κατηγορούμενο έχει τέτοια ειδικά χαρακτηριστικά, ώστε να κρίνεται αιτιολογημένα ότι είναι πιθανό να τελέσει νέες παρόμοιες πράξεις.
Συνεπώς με την πρόσφατη τροποποίηση του α. 282 Κ.Π.Δ., η προσωρινή κράτηση επιτρέπεται μόνο κατ΄ εξαίρεση αντί για τους περιοριστικούς όρους που αποτελούν κατά κανόνα το μέσο δικονομικού καταναγκασμού του κατηγορουμένου. Γι΄ αυτό, γενική προϋπόθεση της επιβολής της είναι να συντρέχουν οι κατ΄ άρθρα 282 παρ. 1 Κ.Π.Δ και 296 Κ.Π.Δ. προϋποθέσεις για την επιβολή περιοριστικών όρων. Συγκεκριμένα:
Προσωρινή κράτηση μπορεί πλέον να επιβληθεί μόνο όταν προκύπτουν κατά την ανάκριση σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα. Σύμφωνα όμως με την παρ. 3 του άρθρου 282 «μόνη η βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την προσωρινή κράτηση».
Δηλαδή ακόμη και στις περιπτώσεις που επαπειλείται ποινή ισοβίου ή πρόσκαιρης κάθειρξης μέχρι τα είκοσι έτη, η προσωρινή κράτηση δεν συνιστά τον κανόνα, αλλά την εξαίρεση, δεδομένου ότι ο εφαρμοστής του Δικαίου καλείται να προχωρήσει στην εφαρμογή της προσωρινής κράτησης αντί των περιοριστικών όρων, μόνο στις περιπτώσεις που κριθεί αιτιολογημένα ότι δεν επαρκούν οι τελευταίοι και μόνο όταν η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο έχει τέτοια χαρακτηριστικά, ώστε να πιθανολογείται αιτιολογημένα και πάλι, ότι ο κατηγορούμενος εάν αφεθεί ελεύθερος θα τελέσει ομοειδείς παράνομες πράξεις.
Ακόμα το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου φωτίζει όλη τη διαδρομή την οποία ακολουθεί η νομική αρχιτεκτονική της ποινικής δίκης, έχει ενσωματούμενα στοιχεία αυτού του τεκμηρίου.
Περαιτέρω, αφού τα στοιχεία ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου δεν είναι εκείνα που απαιτούνται για την συγκεκριμένη περίπτωση, τότε και αν ακόμα τα αντίθετα απαλλακτικά δεν είναι περισσότερα, οι αμφιβολίες θα πρέπει να λειτουργήσουν υπέρ του κατηγορουμένου.
Η εφαρμογή όμως της ανωτέρω αρχής «IN DUBIO PRO REO» δεν είναι ξένη στην προδικασία και ειδικότερα στην προσωρινή κράτηση.
Ειδικότερα: Αν υπάρχουν αμφιβολίες, που αναφέρονται στην «σοβαρότητα» των ενδείξεων για την ενοχή του κρατουμένου, εφ΄ όσον ο νόμος δεν αρκείται σε απλές ενδείξεις, θα πρέπει εφαρμόζοντας την αρχή i. d. p. r. μετά το πέρας της απολογίας του, να τον αφήσουν ελεύθερο. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει λόγος να ερευνήσουν αν συντρέχει προϋπόθεση του «απόλυτα αναγκαία» την οποία απαιτεί η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 282 ΚΠΔ προκειμένου να επιβληθούν περιοριστικοί όροι ή να διαταχθεί η προσωρινή κράτηση, αφού η προϋπόθεση αυτή ακολουθεί.
Η προσωρινή κράτηση θα πρέπει να αποτελεί το τελευταίο δικονομικό μέτρο στο οποίο θα πρέπει να καταφεύγει ο ανακριτής. Συνεπώς η επιβολή περιοριστικών όρων αντί της προσωρινής κράτησης πρέπει να θεωρείται επιβεβλημένη σε όλες τις περιπτώσεις που καταφάσκεται η προσφορότητά τους για την υλοποίηση των κοινών με την προσωρινή κράτηση σκοπών τους. Συνακόλουθα η προσωρινή κράτηση μπορεί να διατάσσεται συντρεχουσών βεβαίως και των υπολοίπων προϋποθέσεων επιβολής της -μόνον εφ’ όσον οι περιοριστικοί όροι κρίνονται ανεπαρκείς για την προώθηση των σκοπών της ποινικής προδικασίας.
Η προσωρινή κράτηση πρέπει να είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑ για την επίτευξη των σκοπών του άρθρ. 296 ΚΠΔ ότι, δηλαδή ο κατηγορούμενος θα παρασταθεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή το Δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης.
Ενόψει των ανωτέρω προκύπτει ότι το θέμα εφαρμογής της προσωρινής κρατήσεως τίθεται μόνο όταν οι περιοριστικοί όροι δεν επαρκούν. Σκοπός των περιοριστικών όρων σύμφωνα με το άρθρ. 296 ΚΠΔ, είναι να εξασφαλιστεί ότι «εκείνος στον οποίο επιβλήθηκε θα παραστεί οπωσδήποτε στην ανάκριση ή το Δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης».
Τόσο τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως όσο και ο χαρακτήρας μου αλλά και οι συνθήκες της ζωής μου πιστοποιούν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι και στο Δικαστήριο θα παραστώ και στην εκτέλεση της όποιας απόφασης θα υποβληθώ.
Κανένα απολύτως λόγο δεν έχω να μην εμφανιστώ στο ακροατήριο, δεδομένου ότι μόνο με την παρουσία μου σε αυτό θα πετύχω να αποδείξω την αθωότητά μου. Στόχος μου και πρωταρχικό μου μέλημα σε όλη την εξέλιξη της παρούσας υποθέσεως ήταν και είναι η απόδειξη της αλήθειας και άρα της αθωότητάς μου. Μόνο έτσι θα αποκατασταθεί η υπόληψή μου στον κύκλο μου που τόσο βάναυσα στιγματίσθηκε από την εις βάρος μου ποινική δίωξη. Τα παραπάνω δηλώνουν βεβαίως ότι κανένα απολύτως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού εις βάρος μου δεν απαιτείται να ληφθεί προκειμένου να καταστεί βέβαιο ότι θα παραστώ στο ακροατήριο και ότι σε κάθε περίπτωση η επιβολή περιοριστικών όρων αντί της προσωρινής κράτησης επαρκεί πλήρως.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η σε βάρος μου επιβολή της προσωρινής κράτησης δεν εναρμονίζεται με τις εκτεθείσες αναλυτικά αρχές που πρέπει να διέπουν γενικότερα τη διεξαγωγή της κυρίας ανακρίσεως, δεν είναι σύμφωνη δε με το πνεύμα και το γράμμα του άρθρου 282 ΚΠΔ, όπως πρόσφατα τροποποιήθηκε.
Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή, η οποία ασκείται παραδεκτώς, νομοτύπως και εμπροθέσμως.-
Για τους λόγους αυτούς ο προσφεύγων ζήτησε:
1- Να γίνει δεκτή η παρούσα προσφυγή.
2- Να εξαφανισθεί, το προσβαλλόμενο, υπ’ αριθμ. 9/2014 και από 11.01.2014 ένταλμα περί προσωρινής κράτησης της κας Ανακρίτριας του Εφετείου Αθηνών.
3- Να αρθεί η προσωρινή κράτηση.
4- Ο προσφεύγων διορίζει και πάλι συνηγόρους και αντικλήτους του στην Αθήνα τους δικηγόρους και κατοίκους Αθηνών Παναγιώτη Βλάσση και Μαρία Μαργέτη, οι οποίοι διορίστηκαν και κατά την ενώπιον της κας Ανακρίτριας απολογία του-
Σε πίστωση των προεκτεθέντων συντάχθηκε η έκθεση αυτή, η οποία, αφού διαβάστηκε και βεβαιώθηκε, υπογράφεται όπως ακολουθεί.