"Άντε γειά" είπε το μεσημέρι ο Νίκος Κοεμτζής σε ηλικία 74 ετών. Λίγη ώρα νωρίτερα είχε βρεθεί λιπόθυμος από περαστικούς σε παγκάκι στο Μοναστηράκι. Ο Κοεμτζής είχε καταδικαστεί τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια για τρείς ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Είχε γίνει γνωστός στο πανελλήνιο από την ταινία Παραγγελιά του Παύλου Τάσσιου.
Ο μικροκακοποιός που κάποτε σκότωσε για μια παραγγελιά - για το φιλότιμο του αδερφού του που χόρευε το τραγούδι του (όσο παράξενες και κυρίως ασυμβίβαστες κι αν ακούγονται αυτές οι λέξεις σήμερα) - τρεις ανθρώπους και πέρασε μια ζωή στη φυλακή.
Τα τελευταία είκοσι πάνω κάτω χρόνια ζούσε ελεύθερος και όπου τον έβλεπες κρατούσε πάντα το βιβλίο του - μερικά αντίτυπα για την ακρίβεια - στα χέρια. Στο «Νίκος Κοεμτζής: Το μακρύ ζεϊμπέκικο», όπως ήταν ο τίτλος του, είχε εξιστορήσει όπως εκείνος ήξερε και μπορούσε τη ζωή του, καταθέτοντας τελικά ένα βιβλίο μαρτυρία για τη ζωή και τους κώδικες της φυλακής, που όταν εκδόθηκε αποκάλυψε ένα τοπίο σκοτεινό και άγνωστο για τους πολλούς.
Δύσκολος πάντα, σκληρός και τρυφερός ταυτόχρονα, αλλά δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Σίγουρα, πάντως, δεν ήταν ίδια η εποχή. «Είμαι ελεύθερος σκλάβος. Σηκώνομαι από τις 8.00, θα πάω να τρέξω να πουλήσω το βιβλίο μου και έχω και κυνηγητά», είχε πει πριν λίγα χρόνια σε μια εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο «Ιανός». Τελικά ο Δήμος Αθηναίων του εξασφάλισε μια άδεια για να διαθέτει, χωρίς να τον ενοχλεί κανένας, το βιβλίο του.
Επί χρόνια στεκόταν σε μια γωνιά της Αδριανού, άλλοτε λίγο πιο πάνω στην πλατεία Μοναστηρακίου, αλλά και σε άλλες περιοχές της Αθήνας, από την Κηφισιά ως τον Πειραιά. Ενα τραπεζάκι μπροστά του και μερικά αντίτυπα του βιβλίου του. Η ζωή του όλη.
Το φονικό, που στοίχειωσε τη ζωή του, έγινε το 1973. Μαχαίρωσε τότε τρία άτομα, κατά την διάρκεια συμπλοκής, σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Εκτοτε το περιστατικό περιγράφηκε πολλές φορές με διαφορετικές εκδοχές και άλλους τόσους μύθους.
Ισως η αλήθεια να βρίσκεται πιο πειστικά αποτυπωμένη στα πλάνα και το περιβάλλον της τανίας «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου, που γυρίστηκε το 1980 εμπνευσμένη από αυτή την ιστορία, με πρωταγωνιστή τον Αντώνη Αντωνίου. Με ένα τρόπο και στη φωνή της Κατερίνας Γώγου, που ακούγεται στην ίδια ταινία, να διαβάζει μερικά από τα πιο σκληρά ποιήματά της. Οπως και στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο», το εμβληματικό τραγούδι του Δ. Σαββόπουλου, που είχε γραφτεί ένα χρόνο νωρίτερα, το 1979, και περιλήφθηκε στο δίσκο «Ρεζέρβα».
Τα τελευταία είκοσι πάνω κάτω χρόνια ζούσε ελεύθερος και όπου τον έβλεπες κρατούσε πάντα το βιβλίο του - μερικά αντίτυπα για την ακρίβεια - στα χέρια. Στο «Νίκος Κοεμτζής: Το μακρύ ζεϊμπέκικο», όπως ήταν ο τίτλος του, είχε εξιστορήσει όπως εκείνος ήξερε και μπορούσε τη ζωή του, καταθέτοντας τελικά ένα βιβλίο μαρτυρία για τη ζωή και τους κώδικες της φυλακής, που όταν εκδόθηκε αποκάλυψε ένα τοπίο σκοτεινό και άγνωστο για τους πολλούς.
Δύσκολος πάντα, σκληρός και τρυφερός ταυτόχρονα, αλλά δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Σίγουρα, πάντως, δεν ήταν ίδια η εποχή. «Είμαι ελεύθερος σκλάβος. Σηκώνομαι από τις 8.00, θα πάω να τρέξω να πουλήσω το βιβλίο μου και έχω και κυνηγητά», είχε πει πριν λίγα χρόνια σε μια εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο «Ιανός». Τελικά ο Δήμος Αθηναίων του εξασφάλισε μια άδεια για να διαθέτει, χωρίς να τον ενοχλεί κανένας, το βιβλίο του.
Επί χρόνια στεκόταν σε μια γωνιά της Αδριανού, άλλοτε λίγο πιο πάνω στην πλατεία Μοναστηρακίου, αλλά και σε άλλες περιοχές της Αθήνας, από την Κηφισιά ως τον Πειραιά. Ενα τραπεζάκι μπροστά του και μερικά αντίτυπα του βιβλίου του. Η ζωή του όλη.
Το φονικό, που στοίχειωσε τη ζωή του, έγινε το 1973. Μαχαίρωσε τότε τρία άτομα, κατά την διάρκεια συμπλοκής, σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Εκτοτε το περιστατικό περιγράφηκε πολλές φορές με διαφορετικές εκδοχές και άλλους τόσους μύθους.
Ισως η αλήθεια να βρίσκεται πιο πειστικά αποτυπωμένη στα πλάνα και το περιβάλλον της τανίας «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου, που γυρίστηκε το 1980 εμπνευσμένη από αυτή την ιστορία, με πρωταγωνιστή τον Αντώνη Αντωνίου. Με ένα τρόπο και στη φωνή της Κατερίνας Γώγου, που ακούγεται στην ίδια ταινία, να διαβάζει μερικά από τα πιο σκληρά ποιήματά της. Οπως και στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο», το εμβληματικό τραγούδι του Δ. Σαββόπουλου, που είχε γραφτεί ένα χρόνο νωρίτερα, το 1979, και περιλήφθηκε στο δίσκο «Ρεζέρβα».
Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο
Ο Νίκος Κοεμτζής (ή Κουγιουμτζής) γεννήθηκε στο Αιγίνιο Πιερίας στις 17 Ιανουαρίου του 1938. Τα ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου 1973 έχοντας βγει από την φυλακή, όπου κρατούνταν για κλοπές μαζί με τον αδελφό του και ένα ακόμη άτομο, πηγαίνουν στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» για να διασκεδάσουν.
Ο Δημοσθένης, ο μικρός αδελφός του, ζητά από την ορχήστρα να παίξει το τραγούδι «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Στο μαγαζί την ώρα εκείνη βρίσκονταν και τρεις αστυνομικοί της Ασφάλειας που γνώριζαν τον Κοεμτζή.
Μόλις ξεκίνησε το τραγούδι εκτός από τον Δημοσθένη σηκώθηκαν να χορέψουν και οι αστυνομικοί, παρά την «ανακοίνωση» του τραγουδιστή πως επρόκειτο για «παραγγελιά».
Ακολούθησε συμπλοκή και τότε ο Νίκος Κοεμτζής φωνάζοντας «παραγγελιά ρε!» βγάζει ένα μαχαίρι και σκοτώνει τους τρεις αστυνομικούς, ενώ στην συμπλοκή τραυματίστηκαν άλλα οκτώ άτομα.
Ο Ν. Κοεμτζής καταδικάζεται τρις εις θάνατον και σε 3ετη φυλάκιση ο αδελφός του, ενώ αθωώθηκε ο τρίτος της παρέας τους. Επί τρια χρόνια ζούσε με το ενδεχόμενο της εκτέλεσης του. Γλύτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, όταν η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια.
Στις 31 Μαρτίου 1996 το δικαστικό συμβούλιο Πάτρας αποφυλακίζει τον Νίκο Κοεμτζή ύπο όρους. Έκτοτε ζούσε πουλώντας το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του σε διάφορα σημεία στο κέντρο της Αθήνας - ένα από τα «πόστα» του έξω από τα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων.
Μάλιστα δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον αναγνώριζαν και σταματούσαν να του μιλήσουν για λίγο και δεν χαλούσε το χατήρι τους υπογράφοντας αφιερώσεις στην 2η σελίδα του βιβλίου.
Το βιβλίο ξεκινά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Αιγίνιο Πιερίας και την κακοποίηση που υπέστη ο πατέρας του απλώς επειδή ήταν κομμουνιστής, όπως και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του, από τους αστυνομικούς, προτού μιλήσει για τις δικές του περιπέτειες και τα σκληρά χρόνια της φυλακής.
Εγραφε για την ιστορία της Νεράιδας: «Έψαχνα να βρω μια λύση, να διορθώσω το κακό που σκόρπισα....Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα...Κι ούτε τώρα μπορώ, αν και αγωνίζομαι ακόμα...Ως φαίνεται την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ενα ρομποτ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου...».