Η πρώτη μαζική ληστεία σε ελληνικό αρχαιολογικό μουσείο, μετά από είκοσι σχεδόν χρόνια είναι αυτή που σημειώθηκε στο μουσείο της Ολυμπίας. Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ εκτιμούσαν ότι «είναι απίθανη μια νέα κλοπή μουσείου γιατί πλέον τα εκθέματα είναι καταγεγραμμένα σε διαδικτυακούς καταλόγους και είναι αδύνατη η πώλησή τους σε συλλέκτες στο εξωτερικό». Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι μέχρι τις αρχές του 1993 είχαν σημειωθεί 14 κλοπές σε ελληνικά μουσεία - ανάμεσα σε αυτά της Πάρου, Τεγέας, Σικυώνος, Ρόδου, Σαντορίνης, Σχηματαρίου, Ωρεών Ευβοίας και άλλα- που έχουν παραμείνει ανεξιχνίαστες και ελάχιστα από τα κλαπέντα αντικείμενα έχουν εντοπισθεί μέχρι σήμερα.
Χωρίς αποτέλεσμα είχε μείνει και η έρευνα της ΕΛ.ΑΣ για τον εντοπισμό σημαντικού αρχαίου αντικειμένου που είχε κλαπεί προ τετραετίας από τον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Την ίδια στιγμή υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ ερευνούν και άλλες παραμέτρους της υπόθεσης αφού στενός συγγενής στελέχους του Μουσείου της Ολυμπίας φαίνεται ότι είχε κατηγορηθεί, την δεκαετία του '80, για σοβαρή υπόθεση αρχαιοκαπηλίας! Παράλληλα για το ίδιο στέλεχος είχαν διατυπωθεί υπόνοιες για αβλεψίες σε ανασκαφές σε δύο αρχαίους τάφους στην περιοχή της Ολυμπίας αλλά και στην περιοχή Ψάρι Μεσσηνίας. Τελικά εκ των υστέρων διαπιστώθηκε σύλληση αυτών των τάφων. Επιπλέον άξιο λόγου είναι ότι ανάμεσα στα ευρήματα που εκλάπησαν είναι ένα χρυσό μυκηναϊκό δακτυλίδι-σφραγιδόλιθος, προϊόν ανασκαφής από την Ανθεια Μεσσηνίας, για το οποίο είχε υποβληθεί αίτημα παράδοσης του στο αρχαιολογικό μουσείο της Μεσσηνίας, το οποίο δεν έχει γίνει δεκτό. Μάλιστα αυτό ήταν το μαναδικό χρυσό αντικείμενο στο μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας που στόχευσαν οι δράστες.
Την ίδια ώρα μείζον θέμα για τις έρευνες της ΕΛ.ΑΣ είναι ο τρόπος διαφυγής των δραστών - ο ένας περιγράφεται ως ψηλός , ιδιαίτερα «εύσωμος» και ο άλλος μικρότερου αναστήματος- αφού δεν υπάρχει μέχρι στιγμής καμία αξιόπιστη μαρτυρία. Γι αυτόν τον λόγο τα δεκάδες μπλόκα σε διάφορα σημεία των νομών Ηλείας, Μεσσηνίας , Αρκαδίας και Αχαΐας ψάχνουν στα τυφλά, αφού δεν έχει δοθεί σήμα για την αναζήτηση οχημάτων με συγκεκριμένες περιγραφές. Επιπλέον αναζητείται κατάλυμα των δραστών στην περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας ενώ δεν έχει αποκλεισθεί το ενδεχόμενο στην ληστρική επίθεση με τα καλάσνικοφ να συμμετείχαν και σεσημασμένοι Ελληνες ή αλλοδαποί κακοποιοί που έχουν συμμετάσχει και σε άλλες εγκληματικές επιθέσεις στην Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα.
Ενα από τα βασικά ερωτήματα των αστυνομικών, γιατί υπήρξε η ληστεία στο μουσείο της Ολυμπίας και ποιο θα είναι το σύστημα κλεπταποδοχής των αρχαίων αντικειμένων αφού είναι καταγεγραμμένα σε επίσημους καταλόγους και είναι εξαιρετικά δύσκολη η διακίνησή τους σε κύκλους συλλεκτών και αρχαιοπωλών.
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ υπενθύμιζαν την περίπτωση της κλοπής περίπου 200 αρχαίων αντικειμένων από το μουσείο της Κορίνθου τον Απρίλιο του 1990. Τότε οι τέσσερις τουλάχιστον εισβολείς είχαν ξυλοκοπήσει άγρια τον φύλακα του Μουσείου και είχαν φορτώσει σε φορτηγό τα αμύθητης αξίας αρχαία αντικείμενα. Η κλοπή αυτή είχε μείνει ανεξιχνίαστη μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1999 οπότε σχεδόν όλα τ αρχαία αντικείμενα αντικείμενα ανακαλύφθηκαν σε αποθήκη στο Μαϊάμι. Οπως προέκυψε στην πορεία των ερευνών οργανωτές της κλοπής ήταν δύο ποινικοί που ασχολούντο με την διακίνηση κοκαΐνης και οι οποίοι δεν μπόρεσαν ποτέ να πουλήσουν τα καταγεγραμμένα αρχαία του Μουσείου της Κορίνθου. Επιπλέον στις αρχές της δεκαετίας του '90 είχε σημειωθεί μπαράζ επιθέσεων σε μουσεία όλης της χώρας, οι οποίες δεν εξιχνιάσθηκαν. Λόγω αυτής της εικοσάχρονης σιωπής των αρχαιοκαπήλων αλλά και της εξέλιξης στην υπόθεση κλοπής στο Μουσείο της Κορίνθου , οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «δεν θα συμβεί πάλι τέτοιου είδους ληστεία σε μουσείο της χώρας, γιατί τα αρχαία αντικείμενα δεν μπορεί να πουληθούν πουθενά».
Ομως η ληστεία στην Ολυμπία φαίνεται ότι διέψευσε όλους οικτρά...