Από τον Βασίλη Μπόνιο
[kourdisto portocali]
Δεν είχε στεγνώσει το αίμα των νεκρών του Διστόμου, του Κομμένου, των Καλαβρύτων, όταν στο σταθμό του Μονάχου αποβιβάζονταν τα καραβάνια των Ελλήνων μεταναστών. Από τη δεκαετία του '60 κιόλας, ο «υπερήφανος» και «αξιοπρεπής» ελληνικός λαός έσπευδε να βάλει πλάτη στην ανοικοδόμηση της χώρας των σφαγέων του.
Τι μεγαλύτερη αναξιοπρέπεια και ντροπή απ΄αυτή την ατίμωση σε καιρό ειρήνης; Πως είναι δυνατόν μέσα σε μια δεκαετία να λησμονήσουμε τις βιασμένες μανάδες, τα νεκρά βρέφη, τα καμμένα χωριά;
Μπορεί να φαντασθεί κανείς Γερμανούς μετανάστες στην Ελλάδα, εάν είχε συμβεί το αντίστροφο;
Με Καζαντζίδη στη κασετοφωνιά αποχαιρετούσαν οι κανακάρηδες τις μανάδες τους κι εκείνες αντί να βάλουν τις φωνές «που πας γιόκα μου να δουλέψεις σ΄εκείνον που στα δάχτυλά του στάζει το αίμα του πατέρα σου;», αντί λοιπόν η «υπερήφανη» Ελληνίδα μάνα, να μπήξει μια κραυγή και να τραβήξει ένα σκαμπίλι στον γιο, σιωπούσε μπροστά στα μάρκα για τη προίκα της αδελφής του.
Και καλά η μάνα. Οι πολιτικοί ταγοί μας, αυτοί οι ξενόδουλοι λιγούρηδες, γιατί δεν έβαλαν ένα φρένο σ΄αυτή την εθνική ντροπή; Γιατί έδωσαν το δικαίωμα στους Γερμανούς, να βλέπουν τους ηττημένους σε καιρό ειρήνης να σπρώχνονται στις φάμπρικές τους;
Το να πατήσει πόδι η Siemens και να κυριαρχήσει στην ελληνική αγορά έμοιαζε σαν συνέχεια αυτού του απαξιωτικού για την Ελλάδα πάρε-δώσε. «Ποιες αποζημιώσεις; Σας αποζημιώσαμε δίνοντας δουλειά σε εκατομμύρια Έλληνες...», είναι το σιωπηλό επιχείρημα των Γερμανών στο οποίο εμείς δώσαμε υπόσταση.
Για τους Γερμανούς δεν είμαστε παρά ένας μόνιμα αδικημένος Γιώργος Καραγκούνης που χτυπιέται για να πάρει το φάουλ, σταυροκοπιέται, κλαίει, ικετεύει κι όταν του δίνεται η ευκαιρία ξεγελάει τον διαιτητή για να μπει στην ΟΝΕ.
Ποια χαρίσματα της φυλής και παραμύθια φούμαρα σαν περιγραφή του Στράτου Σεφτελή;
Στρουθοκαμηλίζοντας μπροστά στις αλήθειες που πονάνε δεν γλιτώνουμε από την ατίμωση της ιστορίας. Η ελπίδα μιας καλύτερης φυλής θα μπορούσαν να είναι τα νέα παιδιά, η γενιά του Ιντερνετ, σε περίπτωση που είχαν χρόνο μπροστά τους. Αν δηλαδή δεν ξεσπάσει ένας πόλεμος η κάτι άλλο εξίσου καταστροφικό που πιθανόν να μεθοδεύεται ήδη σε κάποια «εργαστήρια» της παγκόσμιας εξουσίας.
Αφορμή για τις σκέψεις ένα κείμενο από το «Οlympia»>
Το 1995, πολύ πριν συμβεί οτιδήποτε και ενώ όλα έμοιαζαν αθώα στην Ε.Ε, η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» αναδημοσίευσε ένα άρθρο 66 ετών, δηλαδή του 1945, αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου.
Στο άρθρο, ένας Ελβετός δημοσιογράφος ρωτάει ανώτατο αξιωματούχο της Καγκελαρίας, σχετικά με την πορεία της χώρας του μετά την ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη. Η ερώτηση έχει ως εξής: «Και τώρα τί σκοπεύετε να κάνετε; Νικηθήκατε. Ο κόσμος σας μισεί. Δεν πρόκειται να ξεχάσει αυτά που κάνατε. Πώς θα ορθοποδήσετε ξανά ως έθνος;».
Η απάντηση μοιάζει στα πιο αθώα αυτιά προφητική και στα πιο υποψιασμένα αγγίζει την συνωμοσία: «Οι λαοί ξεχνούν γρήγορα. Αυτή είναι εξάλλου και η διαφορά τους από ένα έθνος που θυμάται, όπως η ανώτερη φυλή των Γερμανών. Τα χρήματα που θα δοθούν για την ανοικοδόμηση της Γερμανίας θα είναι πολλά, θα έρθουν να δουλέψουν για μας και αυτοί που μέχρι τώρα πολέμησαν εναντίον μας. Είμαστε μια φυλή εργατική, που θα ξαναδημιουργήσει την ισχυρή, ενωμένη Γερμανία. Θα δείτε ότι θα γίνουμε η ισχυρότερη οικονομικά χώρα. Και τότε ο Γκέμπελς θα μπορέσει να σηκωθεί από τον τάφο του και να αναφωνήσει: Και όμως νικήσαμε!»
[kourdisto portocali]
Δεν είχε στεγνώσει το αίμα των νεκρών του Διστόμου, του Κομμένου, των Καλαβρύτων, όταν στο σταθμό του Μονάχου αποβιβάζονταν τα καραβάνια των Ελλήνων μεταναστών. Από τη δεκαετία του '60 κιόλας, ο «υπερήφανος» και «αξιοπρεπής» ελληνικός λαός έσπευδε να βάλει πλάτη στην ανοικοδόμηση της χώρας των σφαγέων του.
Τι μεγαλύτερη αναξιοπρέπεια και ντροπή απ΄αυτή την ατίμωση σε καιρό ειρήνης; Πως είναι δυνατόν μέσα σε μια δεκαετία να λησμονήσουμε τις βιασμένες μανάδες, τα νεκρά βρέφη, τα καμμένα χωριά;
Μπορεί να φαντασθεί κανείς Γερμανούς μετανάστες στην Ελλάδα, εάν είχε συμβεί το αντίστροφο;
Με Καζαντζίδη στη κασετοφωνιά αποχαιρετούσαν οι κανακάρηδες τις μανάδες τους κι εκείνες αντί να βάλουν τις φωνές «που πας γιόκα μου να δουλέψεις σ΄εκείνον που στα δάχτυλά του στάζει το αίμα του πατέρα σου;», αντί λοιπόν η «υπερήφανη» Ελληνίδα μάνα, να μπήξει μια κραυγή και να τραβήξει ένα σκαμπίλι στον γιο, σιωπούσε μπροστά στα μάρκα για τη προίκα της αδελφής του.
Και καλά η μάνα. Οι πολιτικοί ταγοί μας, αυτοί οι ξενόδουλοι λιγούρηδες, γιατί δεν έβαλαν ένα φρένο σ΄αυτή την εθνική ντροπή; Γιατί έδωσαν το δικαίωμα στους Γερμανούς, να βλέπουν τους ηττημένους σε καιρό ειρήνης να σπρώχνονται στις φάμπρικές τους;
Το να πατήσει πόδι η Siemens και να κυριαρχήσει στην ελληνική αγορά έμοιαζε σαν συνέχεια αυτού του απαξιωτικού για την Ελλάδα πάρε-δώσε. «Ποιες αποζημιώσεις; Σας αποζημιώσαμε δίνοντας δουλειά σε εκατομμύρια Έλληνες...», είναι το σιωπηλό επιχείρημα των Γερμανών στο οποίο εμείς δώσαμε υπόσταση.
Για τους Γερμανούς δεν είμαστε παρά ένας μόνιμα αδικημένος Γιώργος Καραγκούνης που χτυπιέται για να πάρει το φάουλ, σταυροκοπιέται, κλαίει, ικετεύει κι όταν του δίνεται η ευκαιρία ξεγελάει τον διαιτητή για να μπει στην ΟΝΕ.
Ποια χαρίσματα της φυλής και παραμύθια φούμαρα σαν περιγραφή του Στράτου Σεφτελή;
Στρουθοκαμηλίζοντας μπροστά στις αλήθειες που πονάνε δεν γλιτώνουμε από την ατίμωση της ιστορίας. Η ελπίδα μιας καλύτερης φυλής θα μπορούσαν να είναι τα νέα παιδιά, η γενιά του Ιντερνετ, σε περίπτωση που είχαν χρόνο μπροστά τους. Αν δηλαδή δεν ξεσπάσει ένας πόλεμος η κάτι άλλο εξίσου καταστροφικό που πιθανόν να μεθοδεύεται ήδη σε κάποια «εργαστήρια» της παγκόσμιας εξουσίας.
Αφορμή για τις σκέψεις ένα κείμενο από το «Οlympia»>
Το 1995, πολύ πριν συμβεί οτιδήποτε και ενώ όλα έμοιαζαν αθώα στην Ε.Ε, η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» αναδημοσίευσε ένα άρθρο 66 ετών, δηλαδή του 1945, αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου.
Στο άρθρο, ένας Ελβετός δημοσιογράφος ρωτάει ανώτατο αξιωματούχο της Καγκελαρίας, σχετικά με την πορεία της χώρας του μετά την ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη. Η ερώτηση έχει ως εξής: «Και τώρα τί σκοπεύετε να κάνετε; Νικηθήκατε. Ο κόσμος σας μισεί. Δεν πρόκειται να ξεχάσει αυτά που κάνατε. Πώς θα ορθοποδήσετε ξανά ως έθνος;».
Η απάντηση μοιάζει στα πιο αθώα αυτιά προφητική και στα πιο υποψιασμένα αγγίζει την συνωμοσία: «Οι λαοί ξεχνούν γρήγορα. Αυτή είναι εξάλλου και η διαφορά τους από ένα έθνος που θυμάται, όπως η ανώτερη φυλή των Γερμανών. Τα χρήματα που θα δοθούν για την ανοικοδόμηση της Γερμανίας θα είναι πολλά, θα έρθουν να δουλέψουν για μας και αυτοί που μέχρι τώρα πολέμησαν εναντίον μας. Είμαστε μια φυλή εργατική, που θα ξαναδημιουργήσει την ισχυρή, ενωμένη Γερμανία. Θα δείτε ότι θα γίνουμε η ισχυρότερη οικονομικά χώρα. Και τότε ο Γκέμπελς θα μπορέσει να σηκωθεί από τον τάφο του και να αναφωνήσει: Και όμως νικήσαμε!»