"Από τη στιγμή που βγήκα από το κελί, δέχθηκα απρόκλητα επίθεση από τους [3] υπαλλήλους. Δεχόμενος χτυπήματα και βλέποντας τις χειροπέδες που κρατούσαν, κατάλαβα αμέσως τι θα περνούσα στα χέρια τους. Διότι γι’ αυτούς εμείς οι κρατούμενοι δεν είμαστε άνθρωποι αλλά σώματα-σακιά. Δεχόμενος την επίθεση και των τριών, ήταν λογικό να αντισταθώ. Γνωρίζω καλά ότι από εδώ έχουν περάσει και άλλοι κρατούμενοι που βασανίστηκαν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Μέχρι να με δέσουν με χτυπούσαν «προσεχτικά», δηλαδή στο σώμα και στα πόδια και όχι στο πρόσωπο. Αφού μου έβαλαν χειροπέδες με τραβούσαν για 3-4 μέτρα σαν τσουβάλι με κοπριά. Κάποια στιγμή κατάφερα να ανασηκωθώ και τότε ξεκίνησε ο δεύτερος γύρος. Ο Μ... με έπιασε κεφαλοκλείδωμα και με βαρούσε στο αριστερό αφτί –που ακόμα βουίζει και έχω έντονους πόνους- και στα πλευρά. Με πέταξαν σε ένα κελί-πειθαρχείο γεμάτο βρωμόνερα και ακαθαρσίες, μ’ ένα ελεεινό στρώμα πεταμένο στο πάτωμα. Η υγρασία έκανε τα χτυπήματά μου να πονάνε ακόμα περισσότερο. Τα βράδια δεν κοιμόμουν καθότι γνωρίζω από άλλους που έχουν βρεθεί στην ίδια θέση τι μπορεί να γίνει εκεί μέσα τη νύχτα… Άρχισαν και να με δουλεύουν, λέγοντάς μου «έλα ρε Μπάμπη, τι να έκανε κι ο Μ... εντολές εκτελούσε» -προφανώς του αρχιβασανιστή-αρχιφύλακα, ή «έπρεπε να ήμουν εγώ βάρδια εκείνη τη μέρα να δεις τι θα πάθαινες» άκουσα και ότι «εντάξει μωρέ και πάλι λίγα έπαθες, έπρεπε να πάθεις χειρότερα». Η άμεση αντίδραση και η αλληλεγγύη από την πλευρά των συγκελιτών μου και προκειμένου να «μη γίνει θέμα» έκανε τους ανθρωποφύλακες να αρχίσουν τις «γλύκιες». Όμως, όση κολόνια και να βάλουν πάνω τους, πάλι γουρουνίλα θα βρωμάνε. Μετά από τρεις μέρες στο πειθαρχείο με πήγαν σε θάλαμο, όπου αντί για 10 κοιμούνται 26 άτομα, κάποιοι και δύο σε ένα κρεβάτι, λέγοντάς μου ότι σε δέκα μέρες θα επιστρέψω στο κελί μου…".