Του Βασίλη Λαμπρόπουλου
«Μάζευα κρεμμύδια για να ζω. Εκείνο το βράδυ ήμουν μεθυσμένος. Οταν μαχαιρώθηκε αυτός που είχε τη βιντεοκάμερα... πόνεσε!».
Απόσπασμα από την κατάθεση του 27χρονου Αφγανού που συνελήφθη ως ο ένας από τους τρεις δράστες τής εν ψυχρώ δολοφονίας στις 10 Μαΐου 2011 του 44χρονου Μανώλη Καντάρη. Μαζί του συνελήφθη ένας 20χρονος ομοεθνής του, ενώ αναζητείται και ένας πακιστανός συνεργός τους.
«Το Βήμα» αποκαλύπτει το περιεχόμενο των απολογιών των δύο δραστών, οι οποίοι προσπαθούν να αποδώσουν την κύρια ευθύνη για το έγκλημα στον ασύλληπτο συνεργό τους, αλλά και την κατάθεση της συζύγου του θύματος που περιγράφει λεπτό προς λεπτό τις κινήσεις της το μοιραίο ξημέρωμα και πώς βρέθηκε μπροστά στον νεκρό άνδρα της.
Ο 27χρονος Αφγανός αναφέρει στην απολογία του: «Πριν από περίπου έναν χρόνο ήλθα στην Ελλάδα μαζί με άλλα πέντε ή έξι άτομα Αφγανούς γιατί είχα προβλήματα στο Αφγανιστάν. Πληρώσαμε ο καθένας 7.000 δολάρια, περίπου, σε έναν Αφγανό και μας έφερε από το Αφγανιστάν.
Πήγαμε Ιράν, μετά Τουρκία και στην Ελλάδα περάσαμε από ένα μικρό ποτάμι με βάρκες. Στην αρχή έμενα σε ένα μέρος που δεν θυμάμαι να σας πω πώς το λένε και μετά πήγα στη Θήβα, όπου δούλευα στα χωράφια και μάζευα κρεμμύδια για να ζω.
Τον Δεκέμβριο που μας πέρασε με πιάσανε για χασίς και κάθησα στη φυλακή περίπου τέσσερις μήνες. Πριν από 20-25 ημέρες περίπου ήρθα στην Αθήνα, στο σπίτι που σας είπα ότι μένω, γιατί δεν έβρισκα άλλο δουλειά στη Θήβα.
Οσες ημέρες είμαι εδώ στην Αθήνα πήγαινα σε ένα μέρος όπου πηγαίνουν Τσιγγάνοι και προσπαθούσα να βρω δουλειά αλλά δεν μπορούσα...».
Στη συνέχεια, σαν να πρόκειται για έναν τρίτο, αμέτοχο στα γεγονότα, μιλάει για τη συνάντησή του με έναν 20χρονο ομοεθνή φίλο του με το ψευδώνυμο «Κακά» και έναν Πακιστανό που φέρεται να τον είχε ξαναδεί δύο φορές στην πλατεία Ομονοίας και τελικά τη ληστεία και τη δολοφονία του άτυχου Μανώλη Καντάρη: «Κοντά στο Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας αγοράσαμε αρκετές μπίρες, καθήσαμε εκεί κοντά και τις ήπιαμε. Λίγο μετά σηκωθήκαμε ξανά και συνεχίσαμε να κάνουμε βόλτα στους γύρω δρόμους.
Μετά από κάποιες ώρες, δεν θυμάμαι να σας πω ακριβώς γιατί ήμασταν μεθυσμένοι, ο Πακιστανός είδε έναν άνδρα που είχε κρεμασμένη στον ώμο του μια κάμερα να περπατάει στο πεζοδρόμιο. Χωρίς να μας πει τίποτε, τον ακολούθησε και εμείς τρέξαμε πίσω του.
Μόλις έστριψε αυτός αριστερά, δεν θυμάμαι να σας πω σε ποιον δρόμο, ο Πακιστανός τον πλησίασε και του τράβηξε την τσάντα με την κάμερα από τον ώμο του για να του την πάρει. Αυτός αντέδρασε και άρχισε να λέει κάτι στα ελληνικά.
Τότε ο Πακιστανός έβγαλε από τη μέση του ένα μαχαίρι, 20 πόντους περίπου, και τον μαχαίρωσε τουλάχιστον μία φορά απ' ό,τι θυμάμαι. Τότε αυτός που είχε την κάμερα φάνηκε από το κτύπημα ότι πόνεσε πολύ, παραπάτησε και έπεσε κάτω.
Οταν τον κοίταξα είδα να έχει αίμα στην μπλούζα του και αμέσως γύρισα το κεφάλι μου για να μην τον βλέπω. Μόλις πήραμε την κάμερα χωρίσαμε και εγώ με τον φίλο μου πήγαμε σπίτι μας και κοιμηθήκαμε...».
«Σκέφθηκα να πάω στην Αστυνομία, αλλά τελικά πήγα για ύπνο...»
Στον Πακιστανό συνεργό τους χρεώνει το φόνο και ο 20χρονος στην απολογία του, αναφέροντας: «Ηρθα στην Ελλάδα πριν από περίπου έξι μήνες, από τον Εβρο, παράνομα. Ηρθα αμέσως στην Αθήνα και έμεινα εκεί που μένω και τώρα, εκεί από όπου με φέρατε σήμερα. Τώρα δεν δουλεύω.
Εκείνο το βράδυ που έγινε ο φόνος ήμουν σε ένα μαγαζί κάτω από το σπίτι που έμενα. Με είδε ο Καν (σ.σ.: ο 27χρονος Αφγανός που έχει συλληφθεί για τον φόνο του Μανώλη Καντάρη) και μου είπε να πάμε μια βόλτα. Ηταν να πάμε στην πλατεία Βικτωρίας...
Ξεκινήσαμε με τα πόδια και περάσαμε από την πλατεία Ομονοίας όπου εκεί είδαμε έναν Πακιστανό που άρχισε να μας ακολουθεί από πίσω. Ρώτησα τον Καν γιατί μας ακολουθεί και αυτός μου είπε: “Ασ' τον. Τι σε νοιάζει εσένα; ένας Μπανζαβί είναι”. Μπανζαβί είναι φυλή του Πακιστάν. Ο Καν χαιρετήθηκε με αυτόν τον Πακιστανό και μιλήσανε ουρντού.
Προτού φθάσουμε στην πλατεία Βικτωρίας, κάποια στιγμή είδαμε μπροστά μας έναν Ελληνα που κρατούσε κάτι σαν τσάντα, περασμένη στον ώμο του. Μόλις τον είδε ο Πακιστανός που ήταν μαζί μας έτρεξε πίσω από τον Ελληνα. Εγώ και ο Καν ακολουθήσαμε. Ο Ελληνας σε μια στιγμή έστριψε, ο Πακιστανός έτρεξε πίσω του και έβγαλε ένα μαχαίρι.
Εκεί που έστριψαν στον δρόμο έχει φανάρι. Ο Καν τους ακολούθησε αλλά εγώ, μόλις είδα ότι έβγαλε μαχαίρι ο Πακιστανός, δεν πήγα μαζί τους· έμεινα εκεί κοντά στο φανάρι, στη γωνία. Στην αρχή που είδα τον Πακιστανό να βγάζει μαχαίρι, νόμιζα ότι ήθελε να κτυπήσει εμένα. Τότε είδα τον Πακιστανό να κτυπάει με το μαχαίρι τον Ελληνα, να τον ρίχνει κάτω και μετά να του παίρνει την τσάντα που είχε μαζί του και να φεύγει.
Ο Καν δεν έκανε τίποτε, μόνο κοιτούσε. Εγώ δεν πλησίασα. Μόλις ο Πακιστανός τον μαχαίρωσε, ο Ελληνας άρχισε να φωνάζει...».
Στη συνέχεια ο 20χρονος υποστήριξε ότι «απείλησε τον πακιστανό δράστη ότι θα πήγαινε στην Αστυνομία για να τον καταγγείλει και εκείνος του είπε ότι θα τον σκοτώσει». Ο 20χρονος Αφγανός, ωστόσο, δεν υλοποίησε την απειλή του και μετά τον φόνο, όπως είπε στους αστυνομικούς, πήγε κι αυτός για ύπνο...
Ο αλλοδαπός καταστηματάρχης
Οπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η Ασφάλεια Αττικής έφθασε στην εξιχνίαση του εγκλήματος - εκτός από την έρευνα που έγινε σε στέκια αλλοδαπών αλλά και σε κινητά τηλέφωνα -, από την πρωτοβουλία ενός αλλοδαπού καταστηματάρχη στο κέντρο της Αθήνας.
Ο 28χρονος έμπορος από το Μπανγκλαντές εμφανίστηκε αυτοβούλως στην Αστυνομία και μίλησε αναλυτικά για την προσπάθεια του 27χρονου Αφγανού, του Καν, να του πουλήσει τη βιντεοκάμερα που είχε αρπάξει από τον Μανώλη Καντάρη.
Οπως είπε ο καταστηματάρχης στους αστυνομικούς αποφάσισε να μιλήσει γιατί του το επέβαλε η συνείδησή του. «Ηλθα στην Ελλάδα πριν από περίπου πέντε χρόνια. Εδώ στην Ελλάδα μένω με την οικογένειά μου και έχω δύο μαγαζιά μίνι μάρκετ στο κέντρο της Αθήνας και πουλάω πράγματα κυρίως στους ομοεθνείς μου.
Κάθε ημέρα έρχονται πολλοί στο μαγαζί μου και ψωνίζουν και έχω πολύ καλές σχέσεις με όλους σχεδόν, γι' αυτό και ξέρω τους πιο πολλούς με το όνομά τους και ξέρω πού μένουν. Σήμερα ήρθα για να σας πω κάποια πράγματα που ξέρω και δεν μπορώ να τα κρατήσω άλλο μέσα μου. Θέλω να σας τα πω, γιατί τα βράδια τα σκέφτομαι και δεν μπορώ να κοιμηθώ...».
Η κατάθεση της συζύγου
Συγκλονιστική είναι και η κατάθεση της συζύγου του άτυχου Μανώλη Καντάρη, η οποία δόθηκε μία ημέρα μετά τη δολοφονία και αφού είχε γεννήσει λίγες ώρες νωρίτερα το δεύτερο παιδί τους.
Οπως ανέφερε, χρησιμοποιώντας ενεστώτα χρόνο, στους αστυνομικούς, «όταν ο άνδρας μου πηγαίνει στο πάρκινγκ δεν αργεί περισσότερο από δέκα λεπτά και επιστρέφει. Χθες όμως πέρασε η ώρα και ο Μανώλης δεν μας έπαιρνε τηλέφωνο για να κατέβουμε. Περίπου στις 5.30 του τηλεφώνησα για να δω πού είναι, όμως δεν απάντησε.
Συνέχισα να του τηλεφωνώ, όμως δεν απαντούσε. Τότε μαζί με τη μάνα μου αποφασίσαμε να κατεβούμε από το σπίτι για να βρούμε τον Μανώλη. Καθώς ανεβαίναμε την οδό Ηπείρου προς την Γ' Σεπτεμβρίου είδαμε στη γωνία των δύο δρόμων ένα περιπολικό.
Τότε κατάλαβα ότι κάτι είχε συμβεί και έστειλα τη μητέρα μου για να δει. Η μητέρα μου πλησίασε και είδε ότι είχε κτυπήσει ο Μανώλης και είχε πέσει στο πεζοδρόμιο μέσα στα αίματα. Τηλεφώνησα και πάλι στο κινητό του συζύγου μου και το άκουσα να κτυπάει. Επειτα από λίγο πλησίασα και εγώ και είδα τον σύζυγό μου να είναι πεσμένος ανάσκελα προς την άκρη του πεζοδρομίου μέσα στα αίματα...».
Στην κάμερα, όπως είπε η σύζυγος του θύματος στην κατάθεσή της, υπήρχαν βίντεο με εκείνην και το παιδί της [tovima.gr].