«Ψέματα!» φώναξε ο Βίκτορ Μπουτ όταν ο εισαγγελέας είπε προς το δικαστήριο ότι ο ρώσος λαθρέμπορος ήξερε ότι πουλάει τα όπλα για να σκοτωθούν Αμερικανοί
Ο Ρώσος Βίκτορ Μπουτ, γνωστός ως «έμπορος του θανάτου», ο οποίος κρίθηκε τον περασμένο Νοέμβριο ένοχος για λαθρεμπόριο όπλων υπέρ των ανταρτών της Κολομβίας, καταδικάσθηκε την Πέμπτη σε κάθειρξη 25 ετών από δικαστήριο της Νέας Υόρκης.
Παρότι οι εισαγγελείς είχαν ζητήσει ισόβια, η δικαστής Σίρα Σέιντλιν απεφάνθη ότι τα 25 χρόνια κάθειρξης είναι αρκετά, δεδομένων των «μοναδικών περιστάσεων» αυτής της υπόθεσης.
Η δικαστής υπογράμμισε ότι ο λαθρέμπορος όπλων, ο οποίος συνελήφθη το 2008 στην Ταϊλάνδη και εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 2010 έπειτα από δύο χρόνια δικαστικής μάχης, υπήρξε στόχος μιας μυστικής επιχείρησης της αμερικανικής αστυνομίας και ότι μολονότι «επωφελήθηκε μιας ευκαιρίας που του παρουσιάστηκε για να βγάλει χρήματα, δεν την επεδίωξε».
«Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι επεδίωκε να συμμετάσχει ενεργά σε μια τρομοκρατική οργάνωση», πρόσθεσε η δικαστής αναγνωρίζοντας πάντως ότι ο Βίκτορ Μπουτ είχε πουλήσει στο παρελθόν όπλα στα πιο ωμά και πιο βίαια καθεστώτα του κόσμου.
Πριν από την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, ο πρώην πιλότος του Κόκκινου Στρατού με το παχύ μουστάκι, ντυμένος με την πράσινη στολή του κρατουμένου, δήλωσε με θεατρική φωνή ότι είναι αθώος.
«Δεν είμαι ένοχος, δεν είχα ποτέ την πρόθεση να σκοτώσω οποιονδήποτε, δεν είχα ποτέ την πρόθεση να πουλήσω όπλα σε οποιονδήποτε, ο Θεός ξέρει την αλήθεια» δήλωσε, δείχνοντας με το δάχτυλο τη μικρή αίθουσα του δικαστηρίου που ήταν γεμάτη κόσμο.
Η 17χρονη κόρη του, Λίζα, η οποία είχε στείλει επιστολή στη δικαστή υποστηρίζοντας την αθωότητα του πατέρα της, και η σύζυγός του, Άλα, κάθονταν στη δεύτερη σειρά.
Ο άνθρωπος που ενέπνευσε τον ρόλο τον οποίο υποδύεται ο Νίκολας Κέιτζ στην ταινία «Ο κυρίαρχος του παιχνιδιού», θεωρείται από τις ΗΠΑ ένας από τους μεγαλύτερους λαθρέμπορους όπλων στον κόσμο.
«Υπήρξε επί χρόνια λαθρέμπορος όπλων, εχθρός υπ' αριθμόν ένα, προμηθεύοντας όπλα σε μερικές από τις πιο βίαιες συγκρούσεις του πλανήτη», υπογράμμισε μετά την ετυμηγορία ο εισαγγελέας του Μανχάταν, Πριτ Μπαράρα, εκφράζοντας ικανοποίηση για το γεγονός ότι ο Βίκτορ Μπουτ οδηγήθηκε επιτέλους ενώπιον ενός αμερικανικού δικαστηρίου.
Πέρα από τις κατηγορίες που οδήγησαν στην καταδίκη του, ο Μπουτ είναι ύποπτος ότι χρησιμοποίησε έναν στόλο από φορτηγά αεροπλάνα, τον οποίο δημιούργησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, για να μεταφέρει όπλα στην Αφρική, τη Νότια Αμερική και τη Μέση Ανατολή και ότι είχε βοηθήσει τον Μουάμαρ Καντάφι και τον Τσαρλς Τέιλορ.
Τον Νοέμβριο κρίθηκε ένοχος ότι προσπάθησε το 2008 να πουλήσει ένα οπλοστάσιο τουφεκιών και πυραύλων σε αμερικανούς μυστικούς πράκτορες που εμφανίσθηκαν ως αντάρτες των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC).
Συνελήφθη στην Ταϊλάνδη αφού δέχθηκε, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, να πουλήσει τα όπλα αυτά που οι δήθεν αντάρτες έλεγαν ότι θέλουν να χρησιμοποιήσουν για να καταρρίψουν αμερικανικά ελικόπτερα, τα οποία βοηθούν τον κολομβιανό στρατό στη μάχη του εναντίον των FARC.
Πριν από την ανακοίνωση της ποινής, ο δικηγόρος του, Άλμπερτ Νταγιάν, επανέλαβε ότι δεν υπάρχουν εναντίον τού πελάτη του «παρά μόνο λόγια». «Δεν έκανε κακό σε κανέναν, ήταν ένας επιχειρηματίας» πρόσθεσε.
Αντίθετα, ο εισαγγελέας είπε ότι ο Βίκτορ Μπουτ ήταν αξιοσημείωτα ευφυής και ότι κανείς δεν τον ανάγκασε να ενεργήσει όπως ενήργησε.
«Αυτός ήταν που είχε προτείνει 100 πυραύλους εδάφους αέρος, αυτός ήταν που είχε δηλώσει έτοιμος να προμηθεύσει 5 τόνους εκρηκτικού C4» τόνισε.
Οι δικηγόροι του Β. Μπουτ έχουν δηλώσει ότι θα ασκήσουν έφεση εναντίον της απόφασης και χαρακτηρίζουν την περίπτωσή του διωγμό ενός αθώου ανθρώπου από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παρότι οι εισαγγελείς είχαν ζητήσει ισόβια, η δικαστής Σίρα Σέιντλιν απεφάνθη ότι τα 25 χρόνια κάθειρξης είναι αρκετά, δεδομένων των «μοναδικών περιστάσεων» αυτής της υπόθεσης.
Η δικαστής υπογράμμισε ότι ο λαθρέμπορος όπλων, ο οποίος συνελήφθη το 2008 στην Ταϊλάνδη και εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 2010 έπειτα από δύο χρόνια δικαστικής μάχης, υπήρξε στόχος μιας μυστικής επιχείρησης της αμερικανικής αστυνομίας και ότι μολονότι «επωφελήθηκε μιας ευκαιρίας που του παρουσιάστηκε για να βγάλει χρήματα, δεν την επεδίωξε».
«Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι επεδίωκε να συμμετάσχει ενεργά σε μια τρομοκρατική οργάνωση», πρόσθεσε η δικαστής αναγνωρίζοντας πάντως ότι ο Βίκτορ Μπουτ είχε πουλήσει στο παρελθόν όπλα στα πιο ωμά και πιο βίαια καθεστώτα του κόσμου.
Πριν από την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, ο πρώην πιλότος του Κόκκινου Στρατού με το παχύ μουστάκι, ντυμένος με την πράσινη στολή του κρατουμένου, δήλωσε με θεατρική φωνή ότι είναι αθώος.
«Δεν είμαι ένοχος, δεν είχα ποτέ την πρόθεση να σκοτώσω οποιονδήποτε, δεν είχα ποτέ την πρόθεση να πουλήσω όπλα σε οποιονδήποτε, ο Θεός ξέρει την αλήθεια» δήλωσε, δείχνοντας με το δάχτυλο τη μικρή αίθουσα του δικαστηρίου που ήταν γεμάτη κόσμο.
Η 17χρονη κόρη του, Λίζα, η οποία είχε στείλει επιστολή στη δικαστή υποστηρίζοντας την αθωότητα του πατέρα της, και η σύζυγός του, Άλα, κάθονταν στη δεύτερη σειρά.
Ο άνθρωπος που ενέπνευσε τον ρόλο τον οποίο υποδύεται ο Νίκολας Κέιτζ στην ταινία «Ο κυρίαρχος του παιχνιδιού», θεωρείται από τις ΗΠΑ ένας από τους μεγαλύτερους λαθρέμπορους όπλων στον κόσμο.
«Υπήρξε επί χρόνια λαθρέμπορος όπλων, εχθρός υπ' αριθμόν ένα, προμηθεύοντας όπλα σε μερικές από τις πιο βίαιες συγκρούσεις του πλανήτη», υπογράμμισε μετά την ετυμηγορία ο εισαγγελέας του Μανχάταν, Πριτ Μπαράρα, εκφράζοντας ικανοποίηση για το γεγονός ότι ο Βίκτορ Μπουτ οδηγήθηκε επιτέλους ενώπιον ενός αμερικανικού δικαστηρίου.
Πέρα από τις κατηγορίες που οδήγησαν στην καταδίκη του, ο Μπουτ είναι ύποπτος ότι χρησιμοποίησε έναν στόλο από φορτηγά αεροπλάνα, τον οποίο δημιούργησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, για να μεταφέρει όπλα στην Αφρική, τη Νότια Αμερική και τη Μέση Ανατολή και ότι είχε βοηθήσει τον Μουάμαρ Καντάφι και τον Τσαρλς Τέιλορ.
Τον Νοέμβριο κρίθηκε ένοχος ότι προσπάθησε το 2008 να πουλήσει ένα οπλοστάσιο τουφεκιών και πυραύλων σε αμερικανούς μυστικούς πράκτορες που εμφανίσθηκαν ως αντάρτες των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC).
Συνελήφθη στην Ταϊλάνδη αφού δέχθηκε, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, να πουλήσει τα όπλα αυτά που οι δήθεν αντάρτες έλεγαν ότι θέλουν να χρησιμοποιήσουν για να καταρρίψουν αμερικανικά ελικόπτερα, τα οποία βοηθούν τον κολομβιανό στρατό στη μάχη του εναντίον των FARC.
Πριν από την ανακοίνωση της ποινής, ο δικηγόρος του, Άλμπερτ Νταγιάν, επανέλαβε ότι δεν υπάρχουν εναντίον τού πελάτη του «παρά μόνο λόγια». «Δεν έκανε κακό σε κανέναν, ήταν ένας επιχειρηματίας» πρόσθεσε.
Αντίθετα, ο εισαγγελέας είπε ότι ο Βίκτορ Μπουτ ήταν αξιοσημείωτα ευφυής και ότι κανείς δεν τον ανάγκασε να ενεργήσει όπως ενήργησε.
«Αυτός ήταν που είχε προτείνει 100 πυραύλους εδάφους αέρος, αυτός ήταν που είχε δηλώσει έτοιμος να προμηθεύσει 5 τόνους εκρηκτικού C4» τόνισε.
Οι δικηγόροι του Β. Μπουτ έχουν δηλώσει ότι θα ασκήσουν έφεση εναντίον της απόφασης και χαρακτηρίζουν την περίπτωσή του διωγμό ενός αθώου ανθρώπου από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών.