Ο “Επαναστατικός αγώνας” ανέλαβε την ευθύνη για το χτύπημα στην Τράπεζα της Ελλάδος, στις (11/4) στην οδό Αμερικής.
Διαβάστε αναλυτικά όλη την ανακοίνωση όπως αναρτήθηκε στο Indymedia
ΑΝΑΛΗΨΗ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
“Στις 10 Απρίλιου του 2014 ο Επαναστατικός Αγώνας πραγματοποίησε βομβιστική επίθεση εναντίον της Διεύθυνσης Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας στην οδό Αμερικής, όπου στεγάζεται και ο μόνιμος αντιπρόσωπος του ΔΝΤ στην Ελλάδα Ουές Μακ Γκρου. Αν και το χτύπημα στόχευε την Τράπεζα της Ελλάδας, ζημιές υπέστησαν και τα κεντρικά γραφεία της τράπεζας Πειραιώς τα οποία βρίσκονται ακριβώς απέναντι, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο επιτυχημένο το χτύπημα, αφού η τράπεζα Πειραιώς εξελίχτηκε με την εξαγορά της Αγροτικής σε μία από τις μεγαλύτερες συστημικές ελληνικές τράπεζες, επωφελήθηκε από την ληστρική μνημονιακή πολιτική που εφαρμόζεται εναντίον του ελληνικού λαού τα τελευταία χρόνια και είναι ένας από τους οικονομικούς παράγοντες που είναι συνυπεύθυνοι για τα δεινά του.
Η επίθεση πραγματοποιήθηκε με αυτοκίνητο-βόμβα που περιείχε 75 κιλά εκρηκτικής ύλης πετρελαιοαμμωνίτιδας (ΑΝFO). Τέσσερα χρόνια ακριβώς μετά το κατασταλτικό χτύπημα εναντίον της οργάνωσης και ενώ το κράτος, όπως και πολλοί εχθροί του ένοπλου αγώνα πανηγύριζαν για την “επιτυχία της εξάρθρωσης” του Επαναστατικού Αγώνα, η ενέργεια αυτή έρχεται να τους διαψεύσει. Η επίθεση εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας αφιερώνεται στον αναρχικό σύντροφο Λάμπρο Φούντα, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα που σκοτώθηκε σε ένοπλη συμπλοκή με αστυνομικούς στην Δάφνη στις 10 Μαρτίου 2010 κατά τη διάρκεια προπαρασκευαστικής ενέργειας της οργάνωσης. Ο σύντροφος έχασε τη ζωή του σε απόπειρα απαλλοτρίωσης αυτοκινήτου που θα χρησιμοποιόταν σε ενέργεια του Επαναστατικού Αγώνα στα πλαίσια της στρατηγικής της οργάνωσης εκείνης της περιόδου-περίοδο έναρξης της οικονομικής κρίσης. Hστρατηγική αυτή αποσκοπούσε στο να χτυπηθούν και να σαμποταριστούν δομές, θεσμοί και πρόσωπα με κεντρικό ρόλο στη μεγαλύτερη ιστορικά αντιλαϊκή επίθεση που επρόκειτο να διεξαχθεί με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου τον Μάιο του 2010. Ο Λάμπρος Φούντας αγωνίστηκε και έδωσε την ζωή του για να μην περάσει η σύγχρονη χούντα της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, η χούντα της τρόικας -του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ. Αγωνίστηκε και έδωσε την ζωή του για να μην περάσει η σύγχρονη χούντα του κεφαλαίου και του κράτους. Για να μην περάσει ο νέος ολοκληρωτισμός που επιβάλλεται σε όλο τον πλανήτη με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο Λάμπρος Φούντας έδωσε την ζωή του πολεμώντας για να γίνει η κρίση ευκαιρία για την κοινωνική Επανάσταση. Η επίθεση εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας αποτελεί ως ένα βαθμό την συνέχιση της στρατηγικής εκείνης με τις επιθέσεις εναντίον της Citibank, της Eurobankκαι του χρηματιστηρίου.
Προς τιμήν λοιπόν, του συντρόφου, η ενέργεια εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας έχει την υπογραφή Κομάντο Λάμπρος Φούντας. Γιατί η καλύτερη απόδοση τιμής σε ένα σύντροφο που έδωσε τη ζωή του στον αγώνα, είναι η συνέχιση του ίδιου του αγώνα για τον οποίο έπεσε πολεμώντας. Και αυτός ο αγώνας δεν είχε, δεν έχει και δεν θα έχει άλλη κατεύθυνση παρά μόνο την ανατροπή του καπιταλισμού και του κράτους, την κοινωνική Επανάσταση.
Χτύπημα-απάντηση στην επιστροφή των αγορών.
Επιλέξαμε την 10η Απριλίου για την επίθεση γιατί -όπως πολύ καλά κατάλαβαν οι πάντες, από την κυβέρνηση, τα κόμματα έως τα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ- σηματοδοτεί την κίνηση εξόδου του ελληνικού κράτους στις αγορές προς αναζήτηση του πρώτου μακροπρόθεσμου δανείου μετά από τέσσερα χρόνια, ενώ την επομένη 11 Απρίλη, η αρχηγός του ισχυρότερου ευρωπαϊκού κράτους, πρωταγωνίστρια της επιβολής ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της λιτότητας σε όλη την Ευρώπη και από τους ιδανικότερους εκφραστές των συμφερόντων της ευρωπαϊκής οικονομικής ελίτ, η αρχιτρομοκράτισσα Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, κατέφθανε στην Ελλάδα για την πολιτική και οικονομική κεφαλαιοποίηση της “ελληνικής επιτυχίας”. Το ελληνικό κράτος κατάφερε να δανειστεί 3 δις ευρώ πουλώντας πενταετές ομόλογο με επιτόκιο 4,95% στους συνήθεις εγκληματίες -τζογαδόρους του κρατικού χρέους: Επενδυτές κεφαλαίων, κεφάλαια προερχόμενα από μόχλευση ή τα γνωστά headsfundsκαι μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικάνικες τράπεζες όπως η MorganStanley, USB, GoldmanSachs, HSBC, DeutscheBank, MerrillLynch, όλα τα μεγάλα κοράκια του υπερεθνικού κεφαλαίου ξαναχτυπούν “αγοράζοντας Ελλάδα” παίρνοντας στα χέρια τους το 90% των ομολόγων. Από την κυβέρνηση, τα ελληνικά και μεγάλο αριθμό ξένων ΜΜΕ το γεγονός αυτό πιστώνεται ως “αναγνώριση από τις αγορές της πετυχημένης πορείας της Ελλάδας για έξοδο από την κρίση”.
Με αμηχανία, μισόλογα και ασαφείς αντιλογίες αντιμετώπισαν τα υπόλοιπα -και χωρίς καμία εξαίρεση-καθεστωτικά κόμματα αυτή την εξέλιξη αποδεχόμενα εμμέσως πλην σαφώς την τεράστια ισχύ των κεφαλαιαγορών στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, απέναντι στην οποία υποτάσσονται αργά ή γρήγορα όλες οι καθεστωτικές δυνάμεις. Και αυτή την καθολική υποταγή των καθεστωτικών κομμάτων έδειξε και η ανικανότητά τους να απαντήσουν στο μείζον δίλημμα που τίθεται από την κυβέρνηση και που εγκλωβίζει τη χώρα στο απόλυτο αδιέξοδο: “Ή δανεικά με χαμηλό επιτόκιο και όρους, δηλαδή μνημόνιο ή δανεικά από τις αγορές με υψηλό επιτόκιο και χωρίς όρους”.
Οι καπιταλιστές ανά τον πλανήτη στις 10 Απριλίου επικρότησαν τη μακροχρόνια πολιτική σφαγιασμού μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που επιβλήθηκε με τέσσερα χρόνια μνημονίου από την τρόικα και τις ελληνικές κυβερνήσεις. Μέσα στα τέσσερα χρόνια από τότε που υπογράφηκε το πρώτο μνημόνιο, στα τέσσερα χρόνια αδυσώπητου κοινωνικού πολέμου από την οικονομική και πολιτική εξουσία εναντίον της πλειοψηφίας της κοινωνίας, έχει αποτυπωθεί με τον πιο ωμό τρόπο τι σήμαινε και τι σημαίνει “σωτηρία της χώρας από τη χρεοκοπία”. Και έχει γίνει πλέον κοινή συνείδηση για την πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν σε αυτόν τον τόπο, ότι αυτή η “σωτηρία” αφορά μόνο το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Αφορά τις ελληνικές τράπεζες που από το 2008 έως σήμερα έχουν πάρει από τις κυβερνήσεις 211,5 δις ευρώ: 28 δις από την κυβέρνηση Καραμανλή το 2008, 110 δις από την κυβέρνηση Παπανδρέου τη διετία 2010-2011, δηλαδή όλο το πρώτο δάνειο της τρόικας, 48 δις από την κυβέρνηση Παπαδήμου, 25,5 δις από την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Το ποσό ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ και αντιστοιχεί στα 2\3 του ελληνικού χρέους. Η “σωτηρία της χώρας” αφορά το μεγάλο κεφάλαιο, αφορά την υπερεθνική άρχουσα τάξη και τους ισχυρούς δανειστές της χώρας. Αφορά τις δομές και τους θεσμούς του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Αφορά τα κράτη, το πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αφορά τους κάθε λογής πολιτικούς λακέδες του καθεστώτος που το στηρίζουν με κάθε τίμημα. Αφορά μια αισχρή μειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτούς που δεν αφορά αυτή η “σωτηρία” και που αντιθέτως, πλήρωσαν και πληρώνουν με αίμα τη σωτηρία του συστήματος από την κρίση, είναι η πλειοψηφία του λαού. Είναι τα 5 εκατομμύρια άνθρωποι που οι ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Είναι τα 2,5 εκατομμύρια που ζουν στην απόλυτη ανέχεια. Είναι τα 700000 φτωχά παιδιά που δεν έχουν τα βασικά, αυτά που υποσιτίζονται, που κρυώνουν, που λιποθυμούν, που καταλήγουν σε ιδρύματα για ένα πιάτο φαΐ. Είναι αυτοί που αρρωσταίνουν, αυτοί που τρελαίνονται. Αυτοί που χάνουν το σπίτι τους για χρέη στις τράπεζες και το κράτος, αυτοί που ζουν χωρίς ρεύμα, αυτοί που στερούνται τις βασικές ανάγκες επιβίωσης. Είναι οι 4000 άνθρωποι που αυτοκτόνησαν γιατί καταστράφηκαν οικονομικά. Είναι οι χιλιάδες άστεγοι, αυτοί που κυνηγούν τα συσσίτια, αυτοί που τρέφονται από τα σκουπίδια, αυτοί που αργοπεθαίνουν στο περιθώριο. Είναι όλοι αυτοί οι κολασμένοι που χρεοκόπησαν οικονομικά και κοινωνικά, που πληρώνουν με τη ζωή τους και με τη ζωή των παιδιών τους τη “σωτηρία της χώρας”. Όλοι αυτοί έχουν καταλάβει τι θα πει να χρεοκοπεί η ζωή σου, τι θα πει να να μην αξίζει η ζωή σου τίποτα. Έχουν καταλάβει ότι η “αποφυγή της χρεοκοπίας της Ελλάδας” σημαίνει πόλεμο ενάντια στην κοινωνία, σημαίνει κοινωνική ευθανασία.
Η κρίση δεν τελειώνει, η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτεί την “έναρξη του τέλους της” όπως ισχυρίζονται οι εγκληματίες πολιτικοί της κυβέρνησης και οι συνοδοιπόροι της. Οι αγορές κεφαλαίου με “την εμπιστοσύνη τους στην Ελλάδα” δεν πιστοποιούν την βελτίωση της ελληνικής οικονομίας. Υπογράφουν απλώς, ένα νέο κερδοσκοπικό storyγια τα κέρδη του άμεσου μέλλοντος. Και αν λάβουμε υπόψιν μας μια εφημερίδα αντιπροσωπευτική του μεγάλου κεφαλαίου, την FinancialTimes, που αμέσως μετά την “επιτυχή έξοδο του ελληνικού κράτους στις αγορές” έγραφε πως “η ελληνική οικονομία δεν είναι ούτε σε ανάκαμψη ούτε σε ύφεση, η ελληνική οικονομία έχει καταρρεύσει”, συμπληρώνοντας ότι “πρέπει να αφεθεί να καταρρεύσει η ελληνική οικονομία”, διαπιστώνουμε ότι το successstorymadeinGreeceαναγνωρίζεται ως φούσκα, ως στημένη απάτη και από τμήμα της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ.
Η αγορά ελληνικών ομολόγων από τα κοράκια του μεγάλου κεφαλαίου είναι μια απόδειξη ότι η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού όχι μόνο δεν τελειώνει, αλλά βαθαίνει. Ότι “η μεγάλη ρευστότητα”, τα λιμνάζοντα στη χρηματοπιστωτική σφαίρα κεφάλαια αδυνατώντας να βρουν άλλες κερδοφόρες επενδυτικές διεξόδους, για μια ακόμη φορά στρέφονται μαζικά στην αγορά κρατικού χρέους επενδύοντας ακόμα και σε κατεστραμμένες με πραγματικούς όρους οικονομίες όπως η ελληνική, της οποίας το χρέος λόγω των υψηλών επιτοκίων δανεισμού είναι ιδιαίτερα αποδοτικό. Παράλληλα οι εγγυήσεις από την ευρωζώνη και κυρίως από το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος, το γερμανικό -καθώς και το αγγλικό δίκαιο πάνω στο οποίο βασίζονται οι όροι του νέου ομολόγου που αποκλείουν τη μονομερή διαγραφή του-,
εξασφαλίζει πως από εδώ και στο εξής οι πάσης φύσεως γύπες του χρέους, που στις μέρες μας συμπεριλαμβάνονται και οι μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, θα πέσουν με τα μούτρα στα ελληνικά ομόλογα. Η πρεμούρα τους για επενδύσεις στο ελληνικό χρέος είναι ανάλογη των προβλημάτων κερδοφορίας που αντιμετωπίζει λόγω της κρίσης το μεγάλο κεφάλαιο, γεγονός που γνωρίζαμε πολύ καλά και γι’ αυτό δεν είχαμε καμία αυταπάτη ότι θα ακυρωθεί η αγορά ελληνικών ομολόγων με την επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας. Εξ’ άλλου, η εφόρμηση των αγορών για μια ακόμη φορά στο κρατικό χρέος, έρχεται έπειτα από μια μακρά πορεία θεσμικής και δομικής οχύρωσης της ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της κρίσης, πορεία που έχει προσφέρει μια προσωρινή σταθεροποίηση στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα. Και όπως είπε και ένας ξένος δημοσιογράφος, “στην ουσία οι επενδυτές δεν αγοράζουν Ελλάδα, αγοράζουν ευρώ, αγοράζουν Ευρώπη”.
Αυτό όμως που κυρίως “αγοράζουν οι επενδυτές” είναι καθεστωτική σταθερότητα μετά από τέσσερα χρόνια μνημονίου χωρίς την ύπαρξη σοβαρής κοινωνικής και πολιτικής απειλής ικανής να κλονίσει τη συστημική ισορροπία στη χώρα. “Αγοράζουν” ευρωπαϊκή πολιτική και κοινωνική σταθεροποίηση. “Αγοράζουν” την απουσία ισχυρής κοινωνικής αντίστασης, την απουσία της απειλής ενός δυνατού επαναστατικού κινήματος, του μόνου πραγματικά αντίπαλου πολιτικού δέους στις καθεστωτικές πολιτικές αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. “Αγοράζουν” την απουσία μιας διευρυμένης κοινωνικά επαναστατικής διαδικασίας για την έξοδο από την κρίση, για την έξοδο από την κυριαρχία του κεφαλαίου και του κράτους. “Αγοράζουν” τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι είναι ικανή να επιβάλει την κοινωνική υποταγή. Αυτή τη συνθήκη ήρθε να χτυπήσει η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας λίγες ώρες πριν την πώληση του ομολόγου.
Το χειρότερο πρόσωπο της κρίσης δεν το έχουμε δει ακόμη. Ο πόλεμος αυτός θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση. Το σύστημα διψά για περισσότερο αίμα, για περισσότερες ανθρωποθυσίες. Όσοι δεν πεθάνουν από την πείνα, από τις αρρώστιες, από το κρύο, από την απελπισία, θα μετατραπούν στους εξαθλιωμένους δούλους του κεφαλαίου. Ήδη μας τα έχουν πάρει όλα και παραμένουμε αλυσοδεμένοι στο σαπιοκάραβο της καπιταλιστικής επιβίωσης. Τι άλλο περιμένουμε να χάσουμε; Τι άλλο έχουμε να χάσουμε; Hυπομονή, η καρτερικότητα, η εγκράτεια ηχούν πλέον ως κούφιες λέξεις κατευθυνόμενες από τα πολιτικά παπαγαλάκια του καθεστώτος, που μόνο στόχο έχουν να διατηρήσουν το καθεστώς κοινωνικής υποδούλωσης, να συντηρήσουν την ηττοπάθεια και την παραίτηση, να αποτρέψουν την εξέγερση των κολασμένων.
Δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε στην ιστορία του καπιταλισμού τόσο ανελέητος πόλεμος εναντίον ενός λαού σε καιρό ειρήνης. Χωρίς μάχες, χωρίς βόμβες, χωρίς όπλα. Η κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση που ζει αυτός ο τόπος δεν έχει προηγούμενο, με τη μαζική κοινωνική εξαθλίωση να συγκρίνεται μόνο με αυτή ενός πραγματικού πολέμου. Και την ευθύνη για αυτή την κατάσταση που συνιστά στην πραγματικότητα κοινωνική γενοκτονία, την έχουν όλοι όσοι εφάρμοσαν συνειδητά τις μνημονιακές πολιτικές. Αυτοί που ψήφισαν και εφάρμοσαν το πρώτο μνημόνιο, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και το δεύτερο μνημόνιο μαζί με τα υπερεθνικά όργανα του μεγάλου κεφαλαίου, δηλαδή την τρόικα του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ.
Από την άλλη, δεν υπήρξε ποτέ τόσο επιτακτική η ανάγκη για έναν λαό να ξεσηκωθεί ενάντια στους δυνάστες του. Να οργανωθεί και να πολεμήσει για την ανατροπή του συστήματος. Δεν υπήρξε ποτέ τόσο μεγάλη, τόσο επιτακτική η ανάγκη για έναν μεγάλο λαϊκό ένοπλο αγώνα ενάντια στην οικονομική και πολιτική εξουσία. Για να χτυπήσουμε αυτούς που ευθύνονται για την κοινωνική κατάντια. Για να χτυπήσουμε αυτούς που μας σκοτώνουν. Για να χτυπήσουμε αυτούς που τσάκισαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για να γυρίσουμε την πλάτη σε κάθε είδους καθεστωτικό πολιτικό που με ψέμματα σπεκουλάρει στην ανθρώπινη δυστυχία για να αναρριχηθεί στην εξουσία. Είναι η εποχή να σηκώσουμε κεφάλι, να αποτινάξουμε το φόβο, να βρούμε το θάρρος να τους πολεμήσουμε. Γιατί το μόνο που τους κρατά δυνατούς, το μόνο που κρατά όρθιο το σάπιο σύστημά τους είναι η κοινωνική υποταγή.
Ο ένοπλος αγώνας σήμερα είναι πιο αναγκαίος από ποτέ. Είναι το σάλπισμα του ξεσηκωμού για τους προλετάριους στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, σε όλο τον πλανήτη. Είναι το σάλπισμα του ξεσηκωμού για τους σύγχρονους σκλάβους. Για να πολεμήσουμε τις πολιτικές της “οικονομικής σωτηρίας” που μόνο καταστροφές φέρνουν. Για να βοηθήσουμε το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς να χρεοκοπήσει τελειωτικά, να καταρρεύσει. Είναι το κάλεσμα για την αγωνιστική, για την επαναστατική κοινωνική συσπείρωση. Για να ξεμπερδέψουμε με τους εγκληματίες της άρχουσας τάξης και του κράτους, για να διώξουμε τον κάθε λογής απατεώνα της καθεστωτικής πολιτικής. Για να πάρουμε ό,τι μας ανήκει, για να πάρει ο λαός όλο τον κοινωνικό πλούτο
αποκλειστικά στα δικά του χέρια, να τον διαχειριστεί με βάση τις πραγματικές του ανάγκες και έχοντας ως αρχή όχι το κέρδος, αλλά την κοινωνική αλληλεγγύη. Για να δημιουργήσουμε μια κοινωνία οικονομικής και πολιτικής ισότητας, μια κοινωνία πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων.
Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΥΛΟΒΑΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Αυτή τη φορά χτυπήσαμε την Τράπεζα της Ελλάδας. Ένα μηχανισμό με κεντρικό ρόλο στην καπιταλιστική λειτουργία και στη διαχείριση της κρίσης. Δεν πρόκειται για έναν ουδέτερο οργανισμό. Ο ρόλος της από την αρχή της δημιουργίας της ως σήμερα είναι βαθιά ταξικός, βαθιά αντικοινωνικός. Δημιουργήθηκε ως η Τράπεζα των ελληνικών τραπεζών και εξυπηρετούσε πάντα τους Έλληνες, αλλά και ξένους οικονομικά ισχυρούς. Σήμερα ως μέρος του ευρωσυστήματος, ως παρακλάδι του υπερεθνικού οικονομικού μηχανισμού της ΕΚΤ, κατέχει κεντρικό ρόλο στην εκπόνηση και επιβολή των δολοφονικών για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας σχεδίων διάσωσης του ευρωπαϊκού οικονομικού καθεστώτος. Είναι ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές στον πόλεμο εναντίον της κοινωνικής βάσης που διεξάγει αυτή την περίοδο το μεγάλο κεφάλαιο και τα κράτη.
Η Τράπεζα της Ελλάδας δημιουργήθηκε το 1927, με κεντρική αποστολή τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας για λογαριασμό κυρίως της αγγλικής αστικής τάξης, που ήθελε να διασφαλίσει ότι τα δάνεια τα οποία είχε δώσει στο ελληνικό κράτος, θα αποπληρώνονταν. Ξεκίνησε ως ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία και παρέμεινε τέτοια, ακόμα και στη περίοδο που οι κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών στην Ευρώπη κρατικοποιούνταν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπως υπαγόρευε το κεϋνσιανό οικονομικό μοντέλο που κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο. Η Τράπεζα της Ελλάδας όχι μόνο είναι ιδιωτική -μόνο δυο ακόμα ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες δεν είναι κρατικές-, αλλά ως ανώνυμη πολυμετοχική εταιρία όπως ορίζεται από το καταστατικό της, είναι εισηγμένη και στο χρηματιστήριο. Κανείς δεν γνωρίζει ποιοι είναι αυτοί οι μέτοχοι, κανείς δεν γνωρίζει για την κερδοφορία ποιών κεφαλαίων δουλεύει. Οι μέτοχοι παραμένουν στο σκοτάδι, απαγορεύεται ρητώς η δημοσιοποίηση των στοιχείων τους, κανένας δημόσιος έλεγχος και καμία κρατική παρέμβαση δεν επιτρέπεται στην λειτουργία της και το κράτος απαγορεύεται να κατέχει μετοχές της που να υπερβαίνουν το 35% του συνόλου, ώστε να αποτρέπεται ο κρατικός έλεγχος σε αυτήν. Σήμερα το ελληνικό κράτος κρατά το 6% των μετοχών της.
Πάντα ήταν ένας μηχανισμός που δούλευε για την ισχυροποίηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, για την τραπεζική τοκογλυφία, για την αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων από την άρχουσα τάξη, για την ωμή υφαρπαγή κοινωνικού πλούτου και για τη μεταφορά του προς τους οικονομικά ισχυρούς. Σημαντικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής υφαρπαγής κοινωνικού πλούτου είναι η δυνατότητά της δια νόμου που ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως Σημίτη του 1997, να κατέχει και να διαχειρίζεται εν λευκώ τους πόρους των νοσοκομείων, των πανεπιστημίων, των ΤΕΙ, των ασφαλιστικών ταμείων και όλων των δημοσίων οργανισμών. Τους πόρους αυτούς η τράπεζα τους διαχειρίζεται χωρίς να λογοδοτεί σε κανέναν, τοποθετώντας τους σε μετοχοδάνεια και σε κάθε λογής θαλασσοδάνεια προς ενίσχυση μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών. Οι πόροι αυτοί έχουν ήδη λεηλατηθεί, με πιο άγρια περίπτωση επένδυσής του αυτή της αγοράς κρατικών ομολόγων παραμονές του PSI. Από την κίνηση αυτή τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν χάσει 14 δισεκατομμύρια ευρώ, τα πανεπιστήμια 100 εκατομμύρια ενώ έχουν απομείνει τα 40, τα νοσοκομεία λεηλατημένα και χωρίς πόρους κλείνουν, υπολειτουργούν, συγχωνεύονται. Και σε αντίθεση με τις τράπεζες που αναπληρώνουν τα κεφάλαια που έχασαν από το κούρεμα του ελληνικού χρέους με δισεκατομμύρια, τα οποία δανείζεται το ελληνικό κράτος και αποπληρώνει ο ελληνικός λαός, οι δημόσιοι αυτοί πόροι δεν πρόκειται ποτέ να ανακεφαλαιοποιηθούν.
Η ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος από την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ είναι ταυτισμένη με την ιστορία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από το 1998 οπότε δημιουργήθηκε η ΕΚΤ και ο μηχανισμός του ευρωσυστήματος που απαρτίζεται από το σύνολο των εθνικών κεντρικών τραπεζών των 17 χωρών – μελών της ΟΝΕ, η Τράπεζα της Ελλάδας έχει επιφορτιστεί με την επιβολή στην Ελλάδα των αποφάσεων της ΕΚΤ. Οπότε η αναζήτηση του ρόλου της, των ευθυνών της για την περίοδο της κρίσης και των μελλοντικών αποτελεσμάτων που δύναται να έχει η δράση της, βρίσκεται στη διερεύνηση του ρόλου του υπερεθνικού μηχανισμού της ΕΚΤ. Ενός μηχανισμού κεντρικής σημασίας για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, με ιδιαίτερες εξουσίες στη διαμόρφωση της ταξικής οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη, φτιαγμένου για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Χτυπώντας την Τράπεζα της Ελλάδος δεν χτυπάμε έναν εθνικό
οικονομικό οργανισμό, αφού η ιδιότητά της ως θεματοφύλακα της ελληνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης -στο βαθμό που κάποτε τουλάχιστον υπήρξε αυτός ο ρόλος- έχει απολεστεί με την απεμπόλιση των προηγούμενων εξουσιών της και την απορρόφησή της από την κεντρική ευρωπαϊκή οικονομική εξουσία.
Χτυπώντας σήμερα την Τράπεζα της Ελλάδος, χτυπάμε τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής οικονομικής ολιγαρχίας. Χτυπάμε τον θεσμό της ΟΝΕ, χτυπάμε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές στις οποίες στηρίχτηκε η δημιουργία της, χτυπάμε το ευρώ, ένα νόμισμα που συγκεντρώνει τα πιο απεχθή χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Χτυπάμε έναν κεντρικό πυλώνα του συστήματος.
Η ιστορία της ΕΚΤ είναι αδιαχώριστη με την ιστορία του ίδιου του καπιταλισμού και συγκεκριμένα με την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, ενώ η αναγκαιότητα της δημιουργίας της βρίσκεται στην προσπάθεια της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης να ξεπεράσει ο καπιταλισμός τα προβλήματα αναπαραγωγής του. Τα προβλήματα αυτά ξεκινούν την περίοδο όπου εκδηλώθηκε η πρώτη μεταπολεμική κρίση του συστήματος τη δεκαετία του ’70 και που την δραματική μετεξέλιξή της – αποτέλεσμα των αδιέξοδων και αναποτελεσματικών σχεδιασμών επίλυσής της-, βιώνουμε όλοι σήμερα με τον πιο άγριο τρόπο.
Είναι γνωστό πως η ευρωπαϊκή ενοποίηση μεταπολεμικά πέρασε από σειρά μεταβατικών σταδίων, σχηματισμών και συμμαχιών πριν λάβει τον σημερινό της χαρακτήρα. Αρχικά ως εμπορική ένωση συνέτεινε στη διαμόρφωση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς που εξυπηρετούσε τη διεθνοποίηση του καπιταλισμού, η οποία μετά από δυο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους είχε γίνει πλέον κοινή συνείδηση των καπιταλιστών και των πολιτικών ηγεσιών ότι αποτελεί μονόδρομο για την ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος. Όμως ο συνδυασμός του κεϋνσιανισμού και της τάσης του κεφαλαίου προς τη διεθνή επέκτασή του συγκρούστηκαν τη στιγμή που η πρώτη μεγάλη μεταπολεμική κρίση του συστήματος εμφανίστηκε δείχνοντας παράλληλα και τα όρια του κρατικού παρεμβατισμού στην καπιταλιστική λειτουργία.
Τα κέρδη για το κεφάλαιο στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες ήταν μεγάλα κατά την περίοδο μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου και στο διάστημα που ακολούθησε σημειώθηκε η μεγαλύτερη τεχνολογική έκρηξη στην σύγχρονη ιστορία του καπιταλισμού. Παράλληλα με τα μεγάλα κέρδη του κεφαλαίου, αυξανόταν η παραγωγικότητα, το παγκόσμιο εμπόριο και το παγκόσμιο ΑΕΠ. Η δεκαετία του ’60 σημαδεύτηκε και από την εκρηκτική μεγέθυνση των πολυεθνικών μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 άρχισε η μείωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας σε όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Τα μεγάλα κέρδη των επιχειρήσεων μεταπολεμικά αύξησαν την κοινωνική ισχύ των καπιταλιστών που άρχισαν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 να δυσανασχετούν με τους υψηλούς μισθούς, τις κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία, την υψηλή φορολογία στις επιχειρήσεις και τα κέρδη. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου δεν είχαν την αναμενόμενη απόδοση, οι καπιταλιστές απαιτούσαν ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία και η πρώτη μεταπολεμικά κρίση έκανε την εμφάνισή της.
Η υπερβάλλουσα ρευστότητα που συγκεντρώθηκε στις αμερικάνικες τράπεζες από τη ραγδαία μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, αναζητούσε απεγνωσμένα επενδυτικές διεξόδους και διαδρομές παράκαμψης των περιορισμών -κρατικών και κοινωνικών-, καθώς και των “αποπνικτικών” για το ισχυροποιημένο πλέον κεφάλαιο παρεμβάσεων που έθετε το μεταπολεμικό σύστημα του Μπρέττον Γουντς, το οποίο εκτός από τη σταθερή και ελεγχόμενα μεταβαλλόμενη ισοτιμία των νομισμάτων, επέβαλε και πολιτικές ρύθμισης των κρατικών ελλειμμάτων και πλεονασμάτων.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα με τη μεγάλη ρευστότητα που συσσώρευε, άρχισε να αποκτά όλο και πιο κεντρικό ρόλο στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου και στις προσπάθειες ξεπεράσματος της κρίσης. Αυτό υπήρξε ο πολιορκητικός κριός στο σπάσιμο των περιορισμών στην διεθνή κίνηση του κεφαλαίου, που προηγήθηκε της κατάργησης των κρατικών και κοινωνικών ελέγχων πάνω στην παραγωγή και των πολιτικών αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου με όρους πιο ευνοϊκούς για τους εργαζόμενους.
Η πρώτη κίνηση απελευθέρωσης του κεφαλαίου από τα κρατικά και κοινωνικά “δεσμά”, ήταν η δημιουργία της αγοράς ευρωδολαρίων (δολαρίων εκτός των ΗΠΑ) και μέσω των αμερικάνικων κυρίως τραπεζών που δραστηριοποιούνταν εκτός της αμερικάνικης επικράτειας, δρούσε αποφεύγοντας τους περιοριστικούς κρατικούς ελέγχους. Στη συνέχεια με την ανακύκλωση των πετροδολαρίων (δολαρίων προερχόμενα από την αγορά πετρελαίου για τον ανεπτυγμένο βιομηχανικά κόσμο) το χρηματοπιστωτικό σύστημα που την ανέλαβε ισχυροποιήθηκε, διεθνοποιήθηκε και έγινε η ατμομηχανή πλέον της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ήταν η αρχή για την σταδιακή γιγάντωση του χρηματοπιστωτικού τομέα που όλο και πιο συχνά γινόταν ο καταλύτης στην επίλυση των προβλημάτων επέκτασης του κεφαλαίου, ενώ συσσωρεύοντας συνεχώς οικονομική άρα και κοινωνική ισχύ έγινε ο πολιορκητικός κριός για την ανατροπή της μεταπολεμικής οργάνωσης της οικονομίας. Μέσω αυτού τα κεφάλαια που λίμναζαν στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών αναζητούσαν “φλέβες χρυσού”, κερδοφόρες επενδύσεις ανά την υφήλιο. Ορμούσαν σε χώρες, σε παραγωγικούς τομείς, σε τοπικές οικονομίες, απομυζούσαν τα κέρδη και έφευγαν για νέες επενδύσεις αφήνοντας πίσω τους χρεοκοπίες, καταστροφές, λιμούς, φτώχεια.
Η συνεχώς αυξανόμενη ισχύς του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήρθε ως “φυσική” απόρροια σειράς παραγόντων που αφορούσαν στα προβλήματα αναπαραγωγής του καπιταλισμού που κορυφώθηκαν με την κρίση της δεκαετίας του ’70.
Υπό την πίεση της πρώτης μεταπολεμικά κρίσης, η διεθνής άρχουσα τάξη επέβαλε τους όρους της για την υπέρβαση των προβλημάτων. Η συνέχιση της συσσώρευσης θα συνεχιζόταν με την επίθεση στους μισθούς, με τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, με την ημιαπασχόληση, με τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, τα κέρδη και την περιουσία των πλουσίων, με την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, με την απελευθέρωση από κάθε κρατικό παρεμβατισμό της καπιταλιστικής λειτουργίας. Οι παραπάνω πολιτικές όμως, είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα και τη μείωση των κρατικών εσόδων που άνοιξαν το δρόμο για τον εκτεταμένο δανεισμό των κρατών δημιουργώντας μια ακόμα μεγάλη κερδοφόρα αγορά για το κεφάλαιο, αυτή του κρατικού χρέους.
Στην Ευρώπη οι ανάγκες του συστήματος για συνέχιση της συσσώρευσης, έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της προώθησης της ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης οικονομικής ενοποίησης που θα προστάτευε το κεφάλαιο από την απειλή των υψηλών μισθών και των εργασιακών διεκδικήσεων, που θα ευνοούσε την επέκταση του κεφαλαίου προς κάθε κερδοφόρα δραστηριότητα, που θα στήριζε το χρηματοπιστωτικό σύστημα και θα περιφρουρούσε το νέο ενισχυμένο ρόλο του στην καπιταλιστική επέκταση, που θα ευνοούσε την επέκταση του δανεισμού και θα μείωνε το ρίσκο, που θα διασφάλιζε την προστασία των αποταμιεύσεων των πλουσίων και των περιουσιακών τους στοιχείων. Για όλα τα παραπάνω κεντρική προϋπόθεση ήταν ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, που θα λειτουργούσε όχι μόνο ως νόμισμα για το παγκόσμιο εμπόριο, τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών και των επιχειρήσεων, αλλά θα λειτουργούσε ως διεθνές ισχυρό αποθεματικό νόμισμα, ως παγκόσμιο χρήμα. Επιτακτικός παράγοντας και γεγονός – σταθμός για την προώθηση της νομισματικής ενοποίησης υπήρξε η κατάργηση του κανόνα του χρυσού από το κράτος των ΗΠΑ και η ελεύθερη διακύμανση της ισοτιμίας των νομισμάτων στην αγορά συναλλάγματος, εξέλιξη που κλόνιζε την ευρωπαϊκή οικονομική σταθερότητα βάζοντας σε διαρκή δοκιμασία τα νομίσματα των ευρωπαϊκών κρατών.
Πρώτος σταθμός στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν η δημιουργία του Ενιαίου Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) το 1979 και η υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Μονάδας (ΕΚΜ) με την οποία συνδέθηκαν τα νομίσματα ευρωπαϊκών χωρών με μια σταθερή ισοτιμία και δυνατότητα απόκλισης υπό προϋποθέσεις έως 2,5%. Επόμενος σταθμός η συνθήκη του Μάαστριχτ, όπου υπογράφηκε το θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης και συμφωνήθηκαν από τα συμβαλλόμενα μέλη της ΕΕ οι όροι ένταξης στη νομισματική ένωση που επρόκειτο να δημιουργηθεί. Τόσο το θεσμικό πλαίσιο όσο και οι όροι ένταξης στη ζώνη του ευρώ είχαν καθοριστεί από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες και τις επιχειρήσεις, δηλαδή από το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, για του οποίου τα συμφέροντα η ΕΚΤ -που η ληξιαρχική πράξη γέννησής της ήταν η συνθήκη του Άμστερνταμ το 1998-, έπαιρνε υπό τον έλεγχό της τον χρυσό μιας χώρας από την πρώτη στιγμή που αυτή εντασσόταν στην ΟΝΕ. Όλοι θα θυμούνται την ημέρα -επί κυβερνήσεως Σημίτη- που φορτηγά με τόνους χρυσού εγκατέλειπαν την Τράπεζα της Ελλάδος. Με την έναρξη της λειτουργίας της ΟΝΕ όλες οι αποταμιεύσεις, όλος ο κινητός πλούτος κάθε χώρας μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών βρέθηκε υπό την εξουσία της ΕΚΤ που μοίραζε δάνεια στις ευρωπαϊκές τράπεζες για να τα επενδύσουν όπου υπήρχε μεγάλο περιθώριο κέρδους.
Τόσο το ευρώ ως ένα σταθερό και ισχυρό -σκληρό- νόμισμα όσο και οι πολιτικές που συμπεριλάμβανε η νομισματική ενοποίηση και οι οποίες προϋπέθεταν την επιβολή αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (έλλειμμα έως 3% του ΑΕΠ, χρέος έως 60% του ΑΕΠ με προοπτική μείωσης, νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, μείωση του εργασιακού κόστους, αποκρατικοποιήσεις κλπ), συνέκλιναν στην ίδια κατεύθυνση αντιμετώπισης των προβλημάτων”