Ο Ιωσήφ Ιωσήφοβ |
Δύο σχεδόν όμοια περιστατικά
Το περιστατικό αυτό έρχεται στη συνέχεια της «εξαφάνισης» του 32χρονου αλβανού κακοποιού και δραπέτη των φυλακών Τρικάλων Σουλάχ Φάτος, ο οποίος συνελήφθη προ δύο μηνών από τις Αρχές της πατρίδας του, αλλά αφέθηκε ανενόχλητος να φύγει. Επίσημη δικαιολογία ήταν ότι «δεν μπορούσαν να τον κρατούν χωρίς αιτία αφού ποτέ η Αλβανία δεν μπορεί να κρατήσει στη φυλακή αλλά και να εκδώσει στη χώρα μας πολίτες της που δεν έχουν διαπράξει αδικήματα στη δική τους χώρα».
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. μιλούν για μια «ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση από τους χειρισμούς των υπηρεσιών στις γειτονικές χώρες που επιτρέπουν σε κακοποιούς που δίνουν "παρών" στη χώρα μας να συνεχίζουν τη δράση τους». Συμπληρώνουν μάλιστα ότι «η ΕΛ.ΑΣ. πληρώνει συνέχεια τα λάθη και τις σκοπιμότητες στις γειτονικές διωκτικές και δικαστικές αρχές».
Ο δραπέτης Ιωσήφ Ιωσήφοβ, γνωστός και ως «ο Βούλγαρος Παλαιοκώστας», για τον οποίο οι ελληνικές αρχές εικάζουν ότι έχει επιστρέψει στη χώρα μας για να συνεχίσει τη δράση του
Το νέο περιστατικό αφορά τη δράση του 45χρονου Ιωσήφ Ιωσήφοβ, ο οποίος συνελήφθη έπειτα από πολυήμερες έρευνες αστυνομικών του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής της Θεσσαλονίκης αλλά και του κλιμακίου της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας σε διαμέρισμα των Διαβατών. Ανάμεσα στα άλλα, στην κατοχή του βούλγαρου ποινικού είχε βρεθεί οπλισμός και «βοηθητικές» συσκευές: ένα υποπολυβόλο τύπου Scorpion με γεμιστήρα, ένα πιστόλι με σιγαστήρα μαύρου χρώματος, δύο αλεξίσφαιρα γιλέκα, μία διόπτρα νυκτός, ένα ζεύγος φορητών πομποδεκτών με βάση φόρτισης αλλά και μια ηλεκτρονική συσκευή τύπου jammer αδρανοποίησης κινητών τηλεφώνων. Τότε υπήρχαν αναφορές στα ΜΜΕ ότι«πιάστηκε ο Βούλγαρος Παλαιοκώστας», κάτι που αποδείχθηκε σοφό, αφού ο αλλοδαπός μαφιόζος ακολούθησε τα βήματα του έλληνα ποινικού και στην απόδρασή του.
Φόνοι, ναρκωτικά και απαγωγές
Ο Ιωσήφοβ ή «Γιόσκο», όπως ήταν το ψευδώνυμό του, εμφανίζεται να εμπλέκεται σε ανθρωποκτονίες και απαγωγές. Θεωρείται ότι ήταν αρχηγός ενός μεγάλου κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών στη γειτονική χώρα ενώ φαίνεται να είχε επαφές με τούρκους λαθρεμπόρους ηρωίνης. Μία από τις κύριες κατηγορίες που τον βαρύνουν είναι η δολοφονία ενός «ανταγωνιστή» του στο Αμστερνταμ το 2003 και αργότερα ενός άραβα επιχειρηματία που φέρεται να εμπλεκόταν σε παράνομες δοσοληψίες αλλά και άλλων συνεργών του την ίδια περίοδο.
Ανάμεσα στα άλλα, είχε κατηγορηθεί και για τη δολοφονία αξιωματικού της βουλγαρικής Αστυνομίας. Ομως εκείνος δήλωνε διαρκώς «αθώος» και οι βουλγαρικές Αρχές είχαν πρόβλημα να τεκμηριώσουν τις εναντίον του κατηγορίες. Είχε φυλακισθεί αλλά είχε αφεθεί ελεύθερος. Παράλληλα υπήρχαν αναφορές για «ύποπτες σχέσεις του με δικαστικούς και αστυνομικούς». Το 2007 κατηγορήθηκε για την απαγωγή και εξαφάνιση του Κροάτη Ιβάν Μότζε έξω από ένα νυχτερινό κέντρο στην πόλη Σλίβιντσα. Επιπλέον, στις αρχές του 2011 είχε κατηγορηθεί για σκόπιμη πρόσκληση τροχαίου δυστυχήματος με δύο νεκρούς και τρεις τραυματίες σε προάστιο της Σόφιας.
Εξαφανίστηκε από τη Βουλγαρία το 2011 και κατευθύνθηκε στη χώρα μας, όπου παραμένει άγνωστη η εγκληματική δράση του. Μετά την έκδοσή του οδηγήθηκε στις βουλγαρικές φυλακές κατηγορούμενος για σωρεία αδικημάτων. Ομως τον περασμένο Φεβρουάριο το αρμόδιο βουλγαρικό δικαστήριο τον αποφυλάκισε και τον έθεσε υπό επιτήρηση. Ωστόσο τις τελευταίες ημέρες ο 45χρονος Βούλγαρος κατόρθωσε να παραβιάσει τα περιοριστικά μέτρα και να «εξαφανισθεί» από προσώπου γης. Με τις ελληνικές υπηρεσίες να ανοίγουν πάλι τον φάκελό του και να εισέρχονται σε έναν νέο κύκλο ερευνών.