Το εξώφυλλο του νέου βιβλίου του βρετανού δικηγόρου Στίβεν Πλατ με τίτλο «Εγκληματικό κεφάλαιο»
Πρόσφατα ένας αστυνομικός, ένας ειδικός σε ζητήματα ασφάλειας και ένας άνδρας που δραστηριοποιείται στον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμών συναντήθηκαν με τον διάσημο βρετανό δημοσιογράφο Πολ Μέισον, οικονομικό συντάκτη του Channel Four, σε μια πολυτελή αίθουσα στο λονδρέζικο City. Στόχος τους ήταν να συζητήσουν ένα θέμα που έχει γίνει «ψύχωση» για όλους όσοι εργάζονται στον χρηματοπιστωτικό τομέα: το κυβερνοέγκλημα.
Πρόσφατα ένας αστυνομικός, ένας ειδικός σε ζητήματα ασφάλειας και ένας άνδρας που δραστηριοποιείται στον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμών συναντήθηκαν με τον διάσημο βρετανό δημοσιογράφο Πολ Μέισον, οικονομικό συντάκτη του Channel Four, σε μια πολυτελή αίθουσα στο λονδρέζικο City. Στόχος τους ήταν να συζητήσουν ένα θέμα που έχει γίνει «ψύχωση» για όλους όσοι εργάζονται στον χρηματοπιστωτικό τομέα: το κυβερνοέγκλημα.
Παρότι οι τραπεζίτες αποφεύγουν να μιλούν με νούμερα, εκτιμάται ότι οι ετήσιες απολαβές των κυβερνοεγκληματιών όλου του κόσμου ξεπερνούν τα 100 δισ. δολάρια τον χρόνο, με αρκετούς να υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα τα κέρδη τους δεν αποκλείεται να είναι ακόμη και τετραπλάσια.
Τα συνδικάτα του εγκλήματος, τα οποία συνήθως εδρεύουν στη Ρωσία και στους δορυφόρους της, καταφέρνουν, μέσω της χρήσης κακόβουλων λογισμικών και της υποκλοπής προσωπικών στοιχείων, να καταχραστούν τεράστια χρηματικά ποσά από τράπεζες, επιχειρήσεις αλλά και απλούς αποταμιευτές. Στη συνέχεια ωστόσο καλούνται να μετατρέψουν τα όποια κέρδη τους σε χρήματα και περιουσιακά στοιχεία τα οποία να ανήκουν σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Πολ Μέισον αυτή η διαδικασία αποτελεί την πιο σημαντική ζημιά που προκαλεί το οργανωμένο ψηφιακό έγκλημα, καθώς μολύνει την καρδιά του καπιταλισμού, ή μάλλον «το βασικό νευρικό του σύστημα», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά σε άρθρο του στον «Guardian».
«Εγκληματικό κεφάλαιο»: ένα αναπάντεχο βιβλίο
Οι μέθοδοι στις οποίες καταφεύγουν πλέον οι εγκληματίες του κυβερνοχώρου παρουσιάζονται στο «Εγκληματικό κεφάλαιο» («Criminal Capital») σε ένα «αναπάντεχο», κατά τον Μέισον, βιβλίο του Στίβεν Πλατ, ενός δικηγόρου ο οποίος υποστηρίζει ότι η παλιά έννοια του «ξεπλύματος χρήματος» είναι παραπλανητική. Ως πριν από μερικά χρόνια τα χρήματα που αποκτώνταν μέσω εγκληματικών ενεργειών αρχικά εισάγονταν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είτε μέσω καταθέσεων μικρών, σχετικά, χρηματικών ποσών είτε αξιοποιώντας εταιρείες-«φαντάσματα». Στη συνέχεια μεταφέρονταν σε εταιρείες, καταπιστεύματα ή επενδυτικά ταμεία σε κάποιο μικρό νησί-φορολογικό παράδεισο. Μετά αξιοποιούνταν για την αγορά περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας.
Ωστόσο ο Πλατ επισημαίνει ότι η έλευση των ψηφιακών χρηματοπιστωτικών συστημάτων είχε ως αποτέλεσμα τη μετάλλαξη και της έννοιας του εγκλήματος. Εφόσον διαπράττεται στο εσωτερικό του νόμιμου χρηματοπιστωτικού συστήματος, σήμερα όλα μπορούν να γίνουν από την οθόνη ενός φορητού υπολογιστή.
Βασικός παράγοντας που διευκολύνει την εγκληματικότητα είναι η πολύπλοκη δομή της εταιρικής χρηματοδότησης (corporate finance). Στο επίκεντρό της βρίσκονται οι αποκαλούμενοι «πάροχοι εταιρικών υπηρεσιών». Αυτοί μπορούν με τρόπο καθ' όλα νόμιμο να παράσχουν σε κάποιον ένα καταγεγραμμένο γραφείο το οποίο αποκρύπτει την πραγματική του τοποθεσία καθώς επίσης διευθυντές για την εταιρεία του τους οποίους δεν πρόκειται να συναντήσει ποτέ. Κρίσιμο ρόλο διαδραματίζουν και τα καταπιστεύματα και τα επενδυτικά ταμεία, ιδανικοί στόχοι για τους απατεώνες. Λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη των «υπεράκτιων» νησιωτικών δικαιοδοσιών, όπου οι χρηματοπιστωτικοί κανονισμοί είναι ιδιαίτερα χαλαροί, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι οι δυνατότητες εξαπάτησης είναι τεράστιες.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη: ο ανθρώπινος παράγοντας. Η συντριπτική πλειονότητα των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν έχει διαπράξει ποτέ κάποιο έγκλημα. Σύμφωνα ωστόσο με τον διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας Μαρκ Κάρνεϊ «η ανήθικη συμπεριφορά είναι πλέον ο κανόνας». Προ ημερών, διακηρύσσοντας την ανάγκη εξάλειψης των «κακών» τραπεζιτών, ο Κάρνεϊ δεν αναφερόταν στο οργανωμένο έγκλημα αλλά στη «χειραγώγηση της αγοράς». Δηλαδή στην εξαπάτηση πελατών από χρηματιστές που συνωμοτούν για να γεμίσουν τις δικές τους τσέπες.
«Θα υπάρχει ο τίμιος κόσμος και ο διεφθαρμένος κόσμος»
Αν όμως μια ολόκληρη γενιά έφτασε στο σημείο να ανέχεται ανήθικες συμπεριφορές στον πυρήνα του συστήματος, και εάν το σύστημα είναι τόσο πολύπλοκο ώστε να ευνοείται η διάπραξη εγκλημάτων, τότε υφίσταται ένας εγγενής συστημικός κίνδυνος.
Προϋπόθεση όλων των κανονισμών που διέπουν τα χρηματοπιστωτικά συστήματα αποτελεί η παραδοχή ότι τα οικονομικά εγκλήματα και η χειραγώγηση διαβρώνουν την αγορά γιατί καταχρώνται ένα μέρος των κερδών που αρχικά δημιουργήθηκαν από νομοταγείς και εργατικούς ανθρώπους. Το πρόβλημα όμως, σημειώνει ο Μέισον, είναι ότι πλέον στο σύστημα υπάρχουν τόσοι «κακοί» άνθρωποι και τόσο «βρώμικο» χρήμα που η απομάκρυνσή τους θα προκαλούσε την καταστροφή του συστήματος.
Αν ισχύουν όλα τα παραπάνω, τότε η λύση θα μπορούσε να έγκειται είτε στην απλοποίηση της δομής του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος είτε στην απομόνωση των υπεράκτιων νησιωτικών δικαιοδοσιών ή στην αντικατάσταση των ατόμων που εργάζονται στο εσωτερικό του συστήματος αυτού. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα, επισημαίνει ο Μέισον. Κάποια κράτη, συμπεριλαμβανομένων και πολύ ισχυρών κρατών, στην πραγματικότητα ενθαρρύνουν και επωφελούνται από τη διαφθορά στις υψηλότερες βαθμίδες της οικονομίας.
Αν η Δύση αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η παγκόσμια οικονομία θα διασπαστεί. «Τότε ξεχάστε τα BRICS και τον παγκόσμιο Νότο. Θα υπάρχουν ο τίμιος κόσμος και ο διεφθαρμένος κόσμος. Δεν θα υπάρχει πια η παγκοσμιοποίηση, αλλά δύο ανταγωνιστικά μοντέλα» καταλήγει ο Μέισον.