Του Γιώργου Τσιάρα
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ευρωπαϊκή ακροδεξιά, μετά από μια μακρά μεταπολεμική περίοδο πλήρους απομόνωσης, ζει τα τελευταία χρόνια μια περίοδο συνεχούς ενίσχυσης.
Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες πίσω από αυτό το αποτέλεσμα: πρώτος, η δυσαρέσκεια ενός σημαντικού τμήματος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση ισχύος στα χέρια της «γραφειοκρατίας των Βρυξελλών», που έχει φτάσει να υποκαθιστά σε πολλές περιπτώσεις τις εθνικές κυβερνήσεις της Ένωσης, και άρα εκλαμβάνεται ως ευθεία απειλή για την εθνική ταυτότητα πολλών «μικρομεσαίων» ευρωπαϊκών λαών.
Και δεύτερος, και σπουδαιότερος, η απόρριψη από μεγάλο μέρος του πληθυσμού του μοντέλου της «πολυπολιτισμικότητας»: ένα μοντέλο που δείχνει να γκρεμίζεται, υπό το βάρος της συνεχούς μετανάστευσης αλλά και της αδυναμίας «αφομοίωσης» των μεταναστών, ιδίως εκείνων από μουσουλμανικές χώρες με ισχυρή κουλτούρα και «ανέγγιχτο» τρόπο ζωής - και που καταγγέλλεται πλέον ανοιχτά ως «αναποτελεσματικό» ακόμη και από ισχυρές, ηγετικές πολιτικές προσωπικότητες της Ευρώπης, όπως η Άνγκελα Μέρκελ, ο Νικολά Σαρκοζί και ο Ντέιβιντ Κάμερον.
Η σταδιακή υιοθέτηση αντιμεταναστευτικών επιχειρημάτων από τα μεγάλα κόμματα της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς -και όχι μόνον - δεν είναι τυχαία: είναι αποτέλεσμα της εκλογικής ενίσχυσης των ακροδεξιών, αντί-πολυπολιτισμικών κομμάτων σε όλη την Γηραιά Ήπειρο, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Ιταλίας, των χωρών της Σκανδιναβικής χερσονήσου, της Ουγγαρίας, του Ηνωμένου Βασιλείου. Και, φυσικά, της Ελλάδας…
Το χειρότερο είναι πως, την ίδια στιγμή που η «θεσμική» ακροδεξιά μπαίνει δυναμικά στα κοινοβούλια και διεκδικεί μερίδιο της κρατικής εξουσίας, στις σκοτεινές παρυφές της πολιτικής ζωής απομένει άφθονος χώρος για την δράση ποικιλόμορφων νεοφασιστικών και ρατσιστικών ομάδων, σαν την δικιά μας «Χρυσή Αυγή» που συχνά διαπλέκονται με το οργανωμένο έγκλημα και δεν διστάζουν να καταφύγουν σε μαφιόζικες τακτικές για να εφαρμόσουν το σκιώδες πολιτικό τους «πρόγραμμα».
Αν και η δολοφονική επίθεση της 22ας Ιουλίου στην Νορβηγία από τον Άντερς Μπέριγκ Μπρέιβικ καταδικάστηκε μαζικά, το μανιφέστο που δημοσίευσε στο διαδίκτυο είναι βέβαιο πως θα βρει πολλούς οπαδούς μέσα σε αυτές τις ακραίες ομάδες. Ο «τιμωρός» Μπρέιβικ πίστευε πως ο «πολιτιστικός Μαρξισμός» έχει αλλοιώσει ηθικά την Ευρώπη και ήταν φανατικός πολέμιος του «ισλαμικού εποικισμού της Ευρώπης» και του «εξισλαμισμού» - φαινόμενα που κατ' αυτόν μπορεί να αντιστραφούν μόνον αφού ξεριζωθεί το δόγμα της πολυπολιτισμικότητας από την ευρωπαϊκή πολιτική.
Στο διαδίκτυο υπάρχει πλήθος ιστοσελίδων και φόρουμ όπου προωθούνται οι ιδέες της υπεροχής των λευκών και της ανάγκης για απέλαση των ισλαμιστών από την Ευρώπη, συνοδευόμενες από κινδυνολογία για επιθέσεις μεταναστών και για την διαφαινόμενη ήττα στον «δημογραφικό πόλεμο» μεταξύ Ευρωπαίων και Μουσουλμάνων, λόγω της υπογεννητικότητας των πρώτων. Ο Νορβηγός βομβιστής Μπρέιβικ έκανε λόγο μάλιστα για «γκετοποίηση των μουσουλμάνων» στο Όσλο, όρο που χρησιμοποιεί και η δανέζικη Ακροδεξιά.
Τα ακροδεξιά κόμματα της σκανδιναβικής χερσονήσου, χωρίς να υποστηρίζουν έκδηλα τέτοιες συζητήσεις, αυξάνουν τα ποσοστά τους στην κάλπη διαχειριζόμενα την αντιμεταναστευτική οργή. Το ακροδεξιό «Κόμμα του Δανέζικου Λαού» (Dansk Folkerpartis), το «Δημοκρατικό Κόμμα» της Σουηδίας και το κόμμα «Αληθινοί Φινλανδοί» έχουν σημειώσει απρόσμενη άνοδο.
Εκτός Σκανδιναβίας, η ίδια κατάσταση επικρατεί στη Γαλλία με το «Εθνικό Μέτωπο» που έμεινε μόλις 2% πίσω από τον Σαρκοζί στις περιφερειακές εκλογές του 2010, στην Αγγλία με το «Βρετανικό Εθνικό Κόμμα» (BNP) και στην Ολλανδία με τον Γκέερτ Βίλντερς, που έφτασε το «Κόμμα της Ελευθερίας» στην 3η θέση.
Τα περισσότερα ακροδεξιά κόμματα και ομάδες αντιτίθενται στην «ελεύθερη κυκλοφορία» των προσώπων μέσα στην Ε.Ε., που θεμελιώνεται με τη Συμφωνία του Σένγκεν. Το θέμα αυτό έχει επηρεάσει την πολιτική και των κυβερνώντων κομμάτων σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία, οι οποίες προβαίνουν σε ελέγχους ή και απελάσεις στο όνομα της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης και του οργανωμένου εγκλήματος.
Οι «καταξιωμένοι» ακροδεξιοί πολιτικοί, όπως η Μαρίν Λεπέν, ο Βίλντερς και ο Σιβ Γιένσεν (αρχηγός του ακροδεξιού νορβηγικού «Κόμματος της Προόδου»- μέλος του οποίου ήταν ο Μπρέιβικ στο παρελθόν) καταδίκασαν βέβαια χωρίς συζήτηση το μακελειό στη Νορβηγία. Όμως τριγύρω τους δημιουργείται και καραδοκεί ένα πλέγμα υποστηρικτών της ανωτερότητας των λευκών και νεοφασιστών. Αυτές οι ομάδες, που συνήθως αποτελούνται από νέους ανέργους με ελάχιστη μόρφωση, θεωρούν ότι η ζωή τους πλήγεται από το «σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο» και το αυξανόμενο μεταναστευτικό ρεύμα.
Οι ιδεολόγοι ανάμεσά τους - τέτοιος ήταν και ο Νορβηγός φονιάς - προβλέπουν μια οικονομική Αποκάλυψη, που θα πυροδοτήσει ένοπλες αντιδράσεις στην Ευρώπη. Και σήμερα, όπως και οι ισλαμιστές τρομοκράτες, έτσι και οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές μπορούν να οργανωθούν και να λάβουν ενισχύσεις πολύ εύκολα μέσω του διαδικτύου.
Να σημειωθεί βέβαια πως η χρήση βίας από την ακροδεξιά στην Ευρώπη δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Συγκεκριμένα από τη δεκαετία του '70 τα φρικιαστικά βομβιστικά κρούσματα με θύματα μετανάστες, κυρίως σε πόλεις της Γερμανίας, δεν έχουν σταματήσει. Η Υπηρεσία Πληροφοριών της Γερμανίας εκτιμά πως το ποσοστό των εγκλημάτων από ακροδεξιούς στην πρώην κομμουνιστική ανατολική Γερμανία έχει αυξηθεί κατά 40%.
Ωστόσο το μέγεθος της επίθεση της Παρασκευής στη Νορβηγία δεν είχε προηγούμενο. Μοναδικό ισοδύναμο περιστατικό θα θεωρούνταν η αιματοχυσία σε σταθμό τρένων στην Μπολόνια της Ιταλίας, το 1980, που άφησε 85 νεκρούς, ύστερα από έκρηξη βόμβας. Υπεύθυνη για το τραγικό συμβάν εμφανίστηκε η νεοφασιστική ομάδα-παρακλάδι του ακροδεξιού ιταλικού κόμματος που απέβλεπε στην καταπολέμηση του κομμουνισμού, παράγοντας όμως το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή την εδραίωση του ισχυρότερου Κομουνιστικού Κόμματος στην Ευρώπη.
Εδώ και 30 χρόνια οι ευρωπαίοι νεοφασίστες βάζουν στο στόχαστρο τον επικαλούμενο εξισλαμισμό της Ευρώπης και το πολιτικό κατεστημένο που υποστηρίζει την αρχή της πολυπολιτισμικότητας. Αυτό ίσως μπορεί να εξηγήσει γιατί οι στόχοι της επίθεσης στη Νορβηγία συνδέονταν με το κυβερνών Εργατικό Κόμμα.
Εδώ και πολλές γενιές, η πολιτική στην Ευρώπη καθορίζεται με ταξικούς όρους: ο ανταγωνισμός ήταν πάντα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, σοσιαλιστών εναντίον συντηρητικών. Αν και αυτός όμως παραμένει ακόμη ο επικρατέστερος πολιτικός διαχωρισμός, δεν είναι πλέον ο μόνος: τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών και η ανάκαμψη των ακροδεξιών ομάδων υποδηλώνουν ότι είναι το ζήτημα της «ταυτότητας» [το βημα].